ἀποκτίννυμι: Difference between revisions

From LSJ

Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)

Source
(5)
(1)
Line 13: Line 13:
{{grml
{{grml
|mltxt=κ. -κτίνυμι κ. -κτιννύω<br />[[αποκτείνω]].
|mltxt=κ. -κτίνυμι κ. -κτιννύω<br />[[αποκτείνω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποκτίννῡμι:''' [[ἀποκτιννύω]] Xen., Plat. = [[ἀποκτείνω]].
}}
}}

Revision as of 17:00, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 309] (die alten Gramm. ziehen ἀποκτίνυμι vor, s. B. A. p. 29), nur praes. u. impf., = ἀποκτείνω, Plat. Polit. 298 b Phaed. 61 e 62 c u. sonst bei Plat. häufiger als die gew. Form. Auch Redner, Lys. 20, 8 Dem. Lept. 158.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποκτίννῡμι: ἢ -κτίνῡμι, (Α. Β, 29), = ἀποκτείνω, εἶναι ὁ συνηθέστερος τύπος τοῦ ἐνεστῶτος παρὰ Πλάτ., γ΄ ἑν -κτίννῡσι, Κρατῖνος ἐν «Βουκόλοις» 3, Πλάτ. Γοργ. 469A, α΄ πληθ. -κτίννῡμεν, αὐτόθι 468B, γ΄ πληθ. -ύᾱσι (ἴδε κατωτ.), ὑποτακτ. -ύῃ, Πολ. 565E· εὐκτ. -ύοι, Φαίδων 62C· ἀπαρ. -ύναι Λυσ. 120, 38, Πλάτ. Φαίδων 58B, κτλ., μετοχ. -ὺς Κρίτων 48C, κτλ. Ὁ ἐνεστὼς ἀποκτιννύω ἀποδοκιμάζεται ὑπὸ τῶν ἀττικιζόντων, οἵτινες γράφουσιν ἀποκτιννύασι ἀντὶ -ουσι, ἐν Πλάτ. Γοργ. 466C καὶ Ξεν. Ἑλλ. 4. 4, 2, πρβλ. Ἀν. 6. 3, 5· γ΄ πληθ. παρατ. ἀπεκτίννυσαν ἀντὶ -υον, ὁ αὐτ. Ἑλλ. 5. 2, 43, πρβλ. Ἀν. 6. 5, 28.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et impf;
c.
ἀποκτείνω.

Spanish (DGE)

v. ἀποκτείνυμι.

Greek Monolingual

κ. -κτίνυμι κ. -κτιννύω
αποκτείνω.

Russian (Dvoretsky)

ἀποκτίννῡμι: ἀποκτιννύω Xen., Plat. = ἀποκτείνω.