ἀποπετάννυμι: Difference between revisions

From LSJ

Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'

Menander, Monostichoi, 455
(5)
(1)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀποπετάννυμι]] κ. άποπετάζω (Α)<br />[[ανοίγω]], [[σηκώνω]].
|mltxt=[[ἀποπετάννυμι]] κ. άποπετάζω (Α)<br />[[ανοίγω]], [[σηκώνω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποπετάννῡμι:''' распахивать одежду Diog. L.
}}
}}

Revision as of 17:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποπετάννῡμι Medium diacritics: ἀποπετάννυμι Low diacritics: αποπετάννυμι Capitals: ΑΠΟΠΕΤΑΝΝΥΜΙ
Transliteration A: apopetánnymi Transliteration B: apopetannymi Transliteration C: apopetannymi Beta Code: a)popeta/nnumi

English (LSJ)

   A spread out, τρίβωνα D.L.6.77:—also ἀποπετάζω, Aq.Ex.5.4,al.

German (Pape)

[Seite 319] (s. πετάννυμι), auseinander breiten, Diog. L. 6, 77.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποπετάννυμι: ἀνοίγω, σηκώνω, ἀποπετάσαντες τὸν τρίβωνα (τὸν καλύπτοντα τὸν Διογένη) ἔκπνουν αὐτὸν καταλαμβάνουσιν Διογ. Λ. 6. 77: ὡσάυτως ἀποπετάζω, Ἀκύλ. Παλ. Διαθ.

Spanish (DGE)

extender τὸν τρίβωνα D.L.6.77.

Greek Monolingual

ἀποπετάννυμι κ. άποπετάζω (Α)
ανοίγω, σηκώνω.

Russian (Dvoretsky)

ἀποπετάννῡμι: распахивать одежду Diog. L.