ἅπερ: Difference between revisions
From LSJ
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)
(3) |
(1) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἅπερ:''' ουδ. πληθ. του <i>ὅσ-περ</i>, που χρησιμ. ως επίρρ. [[ὥσπερ]], όπως αν, ως, [[ωσάν]], σαν, στους Αττ. | |lsmtext='''ἅπερ:''' ουδ. πληθ. του <i>ὅσ-περ</i>, που χρησιμ. ως επίρρ. [[ὥσπερ]], όπως αν, ως, [[ωσάν]], σαν, στους Αττ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἅπερ:''' <b class="num">1)</b> pl. n к [[ὅσπερ]];<br /><b class="num">2)</b> adv. = [[ὥσπερ]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:00, 31 December 2018
English (LSJ)
neut. pl. of ὅσπερ, q.v.
German (Pape)
[Seite 287] neutr. plur. von ὅσπερ, oft adverb., so wie = ὥσπερ, Aesch. Eum. 657; Xen. Hell. 6, 1, 4 u. sonst.
Greek (Liddell-Scott)
ἅπερ: οὐδ. πληθ. τοῦ ὅσπερ, ὃ ἴδε, παρ’ Ἀττ. συχν. ἐν χρήσει ὡς ἐπίρρ. = ὥσπερ, Αἰσχύλ. Εὐμ. 660, Σοφ. Αἴ. 167, Ο. Τ. 176, Ξεν. κλ.
French (Bailly abrégé)
adv.
v. ὅσπερ.
Greek Monolingual
(I)
ἅπερ (AM)
1. ουδ. πληθ. της αντων. ὅσπερ
2. (ως επίρρ.) σαν, ώσπερ.———————— (II)
ᾇπερ (δωρ. τ.) (Α)
ᾕπερ, ώσπερ.
Greek Monotonic
ἅπερ: ουδ. πληθ. του ὅσ-περ, που χρησιμ. ως επίρρ. ὥσπερ, όπως αν, ως, ωσάν, σαν, στους Αττ.