ἀποίκιλος: Difference between revisions
Καλὸν τὸ νικᾶν ἀλλ' ὑπερνικᾶν κακόν → Vincere bonum est: ultra fas vincere lubricum → Schön ist zu siegen, übermäßig siegen schlecht
(5) |
(1) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀποίκιλος]], -ον (AM) [[ποικίλος]]<br />[[αστόλιστος]], [[αδιακόσμητος]]. | |mltxt=[[ἀποίκιλος]], -ον (AM) [[ποικίλος]]<br />[[αστόλιστος]], [[αδιακόσμητος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀποίκιλος:''' не разнообразный, однообразный (sc. [[στίχος]] Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 17:00, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A unadorned, simple, ἀληθείας στολή Ph.1.369, al.; homogeneous, σῶμα ὁμοιομερὲς καὶ ἀ. Plot.6.7.13, cf. Iamb.VP23.103. Adv. -λως Vett. Val.343.36.
German (Pape)
[Seite 304] nicht bunt, einfach, Iambl.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποίκῐλος: -ον, ὁ μὴ ἔχων ποικιλίαν, μὴ κεκοσμημένος, Φίλων 1. 369 κτλ.
Spanish (DGE)
-ον
1 simple, sin adorno ἡ ἀ. ἀληθείας ... στολή Ph.1.369, ἁπλοῦς ὁ στίχος ... καὶ ἀ. Sch.Er.Il.13.662, ἀ. παράδοσις Iambl.VP 103
•homogéneo σῶμα ὁμοιομερές τι καὶ ἀ. Plot.6.7.13.
2 adv. -ως de manera simple ἡ φύσις ... δημιουργεῖ ἡρέμα τὰ πάντα ... καὶ ἀ. Vett.Val.343.36.
Greek Monolingual
ἀποίκιλος, -ον (AM) ποικίλος
αστόλιστος, αδιακόσμητος.
Russian (Dvoretsky)
ἀποίκιλος: не разнообразный, однообразный (sc. στίχος Plut.).