ἀποπρίασθαι: Difference between revisions

From LSJ

ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → woman is silver-plated dirt, woman is dirt covered with silver

Source
(3)
(1)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀποπρίασθαι:''' απαρ. αορ. βʹ [[χωρίς]] ενεστ. σε [[χρήση]], [[αγοράζω]] ή [[εξαγοράζω]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''ἀποπρίασθαι:''' απαρ. αορ. βʹ [[χωρίς]] ενεστ. σε [[χρήση]], [[αγοράζω]] ή [[εξαγοράζω]], σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποπρίασθαι:''' (только imper. aor. [[ἀποπρίω]]) покупать (τι Arph.).
}}
}}

Revision as of 17:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποπρίασθαι Medium diacritics: ἀποπρίασθαι Low diacritics: αποπρίασθαι Capitals: ΑΠΟΠΡΙΑΣΘΑΙ
Transliteration A: apopríasthai Transliteration B: apopriasthai Transliteration C: apopriasthai Beta Code: a)popri/asqai

English (LSJ)

[ῐ], aor. with no pres., ἀποπρίω (for -πρίασο) τὴν λήκυθον

   A buy it off or up, Ar.Ra.1227.

German (Pape)

[Seite 320] nur aor. (ἀπωνέομαι), abkaufen, ἀποπρίω, imper., Ar. Ran. 1227.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποπρίασθαι: ἀπαρ. ἀόρ. ἄνευ ἐνεστῶτος ἐν χρήσει, ἀποπρίω τὴν λήκυθον, ἀγόρασον αὐτήν, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1227.

French (Bailly abrégé)

acheter.
Étymologie: ἀπό, πρίαμαι.

Greek Monotonic

ἀποπρίασθαι: απαρ. αορ. βʹ χωρίς ενεστ. σε χρήση, αγοράζω ή εξαγοράζω, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἀποπρίασθαι: (только imper. aor. ἀποπρίω) покупать (τι Arph.).