ἀποκώλυσις: Difference between revisions

From LSJ

ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages

Source
(3)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀποκώλῡσις:''' -εως, ἡ, [[παρεμπόδιση]], [[κωλυσιεργία]], σε Ξεν.
|lsmtext='''ἀποκώλῡσις:''' -εως, ἡ, [[παρεμπόδιση]], [[κωλυσιεργία]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποκώλῡσις:''' εως ἡ помеха Xen.
}}
}}

Revision as of 17:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποκώλῡσις Medium diacritics: ἀποκώλυσις Low diacritics: αποκώλυσις Capitals: ΑΠΟΚΩΛΥΣΙΣ
Transliteration A: apokṓlysis Transliteration B: apokōlysis Transliteration C: apokolysis Beta Code: a)pokw/lusis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A hindering, X.Eq.3.11, J.AJ14.11.5.

German (Pape)

[Seite 310] ἡ, das Verhindern, Verweigern, Xen. de re equ. 3. 11.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποκώλῡσις: -εως, ἡ, ἀποποίησις, ἄρνησις, ἐπὶ ἵππων μὴ δεχομένων τὸν χαλινὸν ἢ τὸν ἀναβάτην, τὰς δέ γε τῶν χαλινώσεων καὶ ἀναβάσεων ἀποκωλύσεις Ξεν. Ἱππ. 3. 11· κώλυσις, ἐμπόδιον, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ὀρέστ. 1571.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
empêchement.
Étymologie: ἀποκωλύω.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
impedimento ἀναβάσεων X.Eq.3.11, cf. I.AI 14.285.

Greek Monolingual

ἀποκώλυσις, η (Α)
το να εμποδίζει, να μην επιτρέπει κανείς κάτι.

Greek Monotonic

ἀποκώλῡσις: -εως, ἡ, παρεμπόδιση, κωλυσιεργία, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἀποκώλῡσις: εως ἡ помеха Xen.