ἀπουρίζω: Difference between revisions

From LSJ

τὴν πολιὴν καλέω Νέμεσιν πόθου, ὅττι δικάζει ἔννομα ταῖς σοβαραῖς θᾶσσον ἐπερχομένη → I call gray hairs the Nemesis of love, because they judge justly, coming sooner to the proud

Source
(3)
(1b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπουρίζω:''' Επικ. αντί <i>ἀφ-[[ορίζω]]</i>· Επικ. μέλ. <i>ἄλλοι οἱ ἀπουρίσσουσιν ἀρούρας</i>, άλλοι θα οριοθετήσουν τα κτήματά του, σε Ομήρ. Ιλ.· άλλοι διαβάζουν <i>ἀπ-ουρήσουσι = ἀπ-αυρήσουσι</i> (από <i>ἀπ-αυράω</i>), θα αφαιρέσουν.
|lsmtext='''ἀπουρίζω:''' Επικ. αντί <i>ἀφ-[[ορίζω]]</i>· Επικ. μέλ. <i>ἄλλοι οἱ ἀπουρίσσουσιν ἀρούρας</i>, άλλοι θα οριοθετήσουν τα κτήματά του, σε Ομήρ. Ιλ.· άλλοι διαβάζουν <i>ἀπ-ουρήσουσι = ἀπ-αυρήσουσι</i> (από <i>ἀπ-αυράω</i>), θα αφαιρέσουν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπουρίζω:''' (только 3 л. pl. fut. ἀπουρίσσουσιν) смешать границы, т. е. убавлять (ἀρούρας Hom.).
}}
}}

Revision as of 17:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπουρίζω Medium diacritics: ἀπουρίζω Low diacritics: απουρίζω Capitals: ΑΠΟΥΡΙΖΩ
Transliteration A: apourízō Transliteration B: apourizō Transliteration C: apourizo Beta Code: a)pouri/zw

English (LSJ)

(οὖρος

   A = ὅρος) only in Il.22.489 ἄλλοι γάρ οἱ ἀπουρίσσουσιν (lon. for ἀφοριοῦνται, Sch.Ven.A) ἀρούρας others will mark off the boundaries of his fields, i.e. take them away from him; better ἀπουρήσουσι will take away; cf. ἀπούρας.    II v.l. for ἐπουρίζω, Ph.1.668.

German (Pape)

[Seite 333] nur Il. 22, 489, als v. l., ἄλλοι γάρ οἱ ἀπουρίσσουσιν ἀρούρας, ion. statt ἀφορίζω, sie werden ihm die Felder abgrenzen, d. i. schmälern; besser ist die andere Lesart ἀπουρήσουσιν, sie werden wegnehmen, s. ἀπαυράω; vgl. Buttm. Lexil. I p. 78.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπουρίζω: μέλλ. -ίσω· ἐντεῦθεν τὸ ἐν Ἰλ. Χ. 489 ἄλλοι γάρ οἱ ἀπουρίσσουσιν ἀρούρας (Ἰων. ἀντὶ ἀφοριοῦνται, Σχόλ. Ἑνετ. Α), ἄλλοι θὰ θέσωσι τὰ ὅρια τῶν κτημάτων του, ὅ ἐ. θὰ τὰ ἀφαιρέσωσιν ἀπ’ αὐτοῦ. Ἀλλ’ ἐν Ἑνετ. Σχολ. Β. ἀναγιγνώσκεται ἀπουρήσουσιν, ὅπερ ὁ Βουττμ. ἀποδέχεται ὡς ἀπαυρήσουσι, θὰ ἀφαιρέσωσιν, ἴδε Λεξίλογ. ἐν λ. ἀπαυρᾶν 2.

French (Bailly abrégé)

seul. f. 3ᵉ pl. ἀπουρίσσουσιν;
1 ion. c. ἀφορίζω;
2 déplacer les bornes (d’un champ), càd empiéter sur, usurper.
Étymologie: ἀπό, οὐρίζω².

English (Autenrieth)

(οὖρος): only fut., ἀπουρίσσουσιν ἀρούρᾶς, shall remove the boundary stones of (i. e. appropriate) his fields, Il. 22.489†.

Spanish (DGE)

v. ἀφορίζω.

Greek Monolingual

ἀπουρίζω (Α) [[[ούρος]]=όρος]
καθορίζω τα σύνορα.

Greek Monotonic

ἀπουρίζω: Επικ. αντί ἀφ-ορίζω· Επικ. μέλ. ἄλλοι οἱ ἀπουρίσσουσιν ἀρούρας, άλλοι θα οριοθετήσουν τα κτήματά του, σε Ομήρ. Ιλ.· άλλοι διαβάζουν ἀπ-ουρήσουσι = ἀπ-αυρήσουσι (από ἀπ-αυράω), θα αφαιρέσουν.

Russian (Dvoretsky)

ἀπουρίζω: (только 3 л. pl. fut. ἀπουρίσσουσιν) смешать границы, т. е. убавлять (ἀρούρας Hom.).