ἁρμόστωρ: Difference between revisions
From LSJ
Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)
(3) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἁρμόστωρ:''' -ορος, ὁ ([[ἁρμόζω]]), [[διοικητής]], σε Αισχύλ. | |lsmtext='''ἁρμόστωρ:''' -ορος, ὁ ([[ἁρμόζω]]), [[διοικητής]], σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἁρμόστωρ:''' ορος ὁ Aesch. = [[ἁρμοστής]] 2. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:12, 31 December 2018
English (LSJ)
ορος, ὁ,
A commander, ναυβατῶν A.Eu.456.
German (Pape)
[Seite 356] ορος, ὁ, = ἁρμοστής, Aesch. Eum. 434.
Greek (Liddell-Scott)
ἁρμόστωρ: -ορος, ὁ, κυβερνήτης, Ἀγαμέμνον’ ἀνδρῶν ναυβατῶν ἁρμόστορα Αἰσχύλ. Εὐμ. 456· πρβλ. ἁρμοστής.
French (Bailly abrégé)
ορος (ὁ) :
chef.
Étymologie: ἁρμόζω.
Spanish (DGE)
-ορος, ὁ
jefe, caudillo Ἀγαμέμνον', ἀνδρῶν ναυβατῶν ἁρμόστορα A.Eu.456.
Greek Monolingual
ἁρμόστωρ, ο (Α) αρμόζω
ο κυβερνήτης.
Greek Monotonic
ἁρμόστωρ: -ορος, ὁ (ἁρμόζω), διοικητής, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ἁρμόστωρ: ορος ὁ Aesch. = ἁρμοστής 2.