ἀπαραπόδιστος: Difference between revisions

From LSJ

Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart

Menander, Monostichoi, 473
(5)
(1)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀπαραπόδιστος]], -ον (Α) [[παραποδίζω]]<br /><b>1.</b> απαλλαγμένος από [[εμπόδιο]] ή [[δυσκολία]], [[ανεμπόδιστος]]<br /><b>2.</b> [[διαυγής]], [[καθαρός]].
|mltxt=[[ἀπαραπόδιστος]], -ον (Α) [[παραποδίζω]]<br /><b>1.</b> απαλλαγμένος από [[εμπόδιο]] ή [[δυσκολία]], [[ανεμπόδιστος]]<br /><b>2.</b> [[διαυγής]], [[καθαρός]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπαραπόδιστος:''' беспрепятственный, не стесненный Sext.
}}
}}

Revision as of 17:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπαραπόδιστος Medium diacritics: ἀπαραπόδιστος Low diacritics: απαραπόδιστος Capitals: ΑΠΑΡΑΠΟΔΙΣΤΟΣ
Transliteration A: aparapódistos Transliteration B: aparapodistos Transliteration C: aparapodistos Beta Code: a)parapo/distos

English (LSJ)

ον,

   A free from embarrassment or interference, Arr.Epict.1.1.10, al., BGU 1124.44 (i B. C.); ὁρμή Hld.3.13; clear, διάνοια Hices. ap. Ath.15.689c. Adv. -τως Arr.Epict.2.13.21, S.E.M.1.178, PLond.3.1168.12 (i A. D.), Gal.4.725.

German (Pape)

[Seite 279] ungehindert, τὴν διάνοιαν ἀπ. φυλάσσει Hiees. Ath. XV, 680 c; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπαραπόδιστος: -ον, ἀνεμπόδιστος, καθαρός, διαυγής, διάνοια Ἱκέσ. παρ’ Ἀθην. 689C· ὁρμὴ Ἡλιόδ. 3. 13. ― Ἐπίρρ. -τως Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 13, 21, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 178.

Spanish (DGE)

-ον
I 1que no tiene impedimento, sin impedimento, sin tropiezo εὐστάθεια LXX 3Ma.6.28, cf. BGU 1124.24 (I a.C.)
desembarazado, libre de estorbos σωμάτιον Arr.Epict.1.1.10, ὁρμή Hld.3.13.2, cf. S.E.M.1.147
compar. como adv. ἀπαραποδιστότερον ἂν γένοιτο resultaría más fácil Ptol.Iudic.7.14.
2 despejado, despierto διάνοια Hices. en Ath.689c.
II adv. -ως desembarazadamente, sin interferencias, sin trabas, PLond.3.1168.12 (I d.C.), IFayoum 114.29 (I a.C.), PMich.583.20, Arr.Epict.2.13.2, S.E.M.1.178, Gal.4.725.

Greek Monolingual

ἀπαραπόδιστος, -ον (Α) παραποδίζω
1. απαλλαγμένος από εμπόδιο ή δυσκολία, ανεμπόδιστος
2. διαυγής, καθαρός.

Russian (Dvoretsky)

ἀπαραπόδιστος: беспрепятственный, не стесненный Sext.