ἄρρατος: Difference between revisions
Δεῖ τοὺς φιλοῦντας πίστιν, οὐ λόγους ἔχειν → Non bene stat intra verba amicorum fides → Vertrauen müssen Freunde sich, viel reden nicht
(3) |
(1b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἄρρατος:''' -ον ([[ῥαίω]]), γερός, [[σκληρός]], [[στερεός]], σε Πλάτ. | |lsmtext='''ἄρρατος:''' -ον ([[ῥαίω]]), γερός, [[σκληρός]], [[στερεός]], σε Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἄρρατος:''' Plat. = [[ἀρραγής]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:20, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A = σκληρός, ἀμετάστροφος, Pl.Cra.407d; ἄ. καὶ μνήμων Id.R.535c; θάρσος prob. l. in Id.Ax.365a; ἀνέρος ἀρράτοιο Euph. 24.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qu’on ne peut briser, solide.
Étymologie: ἀ, ῥαίω.
Spanish (DGE)
(ἄρρᾱτος) -ον
irrompible, inquebrantable de hombres o cualidades varoniles κατὰ τὸ σκληρόν τε καὶ ἀμετάστροφον, ὃ δὴ «ἄρρατον» καλεῖται Pl.Cra.407d, μνήμων δὴ καὶ ἄ. Pl.R.535c, θάρσος Pl.Ax.365a, ἀνέρος ἀρράτοιο Euph.32.
• Etimología: Etim. dud. Quizá de la raíz *u̯er-t- ‘volver’, lat. uertō, etc.
Greek Monolingual
ἄρρατος, -ον (Α)
ο σκληρός, ο άκαμπτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβ. ετυμολ. < α-Fρᾰτ-ος. Ο τ. ανάγεται πιθ. σε IE. ρίζα wert- «στρέφω, γυρίζω» και συνδέεται με το λατ. vertō «στρέφω» (πρβλ. δωρ. ρτάνᾱν «κουτάλι»)].
Greek Monotonic
ἄρρατος: -ον (ῥαίω), γερός, σκληρός, στερεός, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ἄρρατος: Plat. = ἀρραγής.