ἀσυγκρότητος: Difference between revisions
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
(6) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν [[είναι]] [[συγκροτημένος]] ή συναρμολογημένος<br /><b>2.</b> [[ακατάρτιστος]], [[ημιμαθής]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει προετοιμαστεί ώστε να συντονίζεται με τους άλλους<br /><b>2.</b> (για ύφος) [[πλαδαρός]], [[χαλαρός]]. | |mltxt=-η, -ο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν [[είναι]] [[συγκροτημένος]] ή συναρμολογημένος<br /><b>2.</b> [[ακατάρτιστος]], [[ημιμαθής]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει προετοιμαστεί ώστε να συντονίζεται με τους άλλους<br /><b>2.</b> (για ύφος) [[πλαδαρός]], [[χαλαρός]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀσυγκρότητος:''' староатт. [[ἀξυγκρότητος]] 2 не сколоченный вместе, т. е. недисциплинированный, не обученный (πληρώματα Thuc.). | |||
}} | }} |
Revision as of 17:24, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A v. ἀξυγκρότητος.
German (Pape)
[Seite 379] eigtl. nicht zusammengehämmert, dah. von Soldaten, nicht eingeübt, πληρώματα Thuc. 8, 95; vom Ausdruck, nicht gedrängt, Dion. Hal. de vi Dem. 19.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσυγκρότητος: -ον, ἴδε ἀξυγκρότητος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
att. ἀξυγκρότητος;
non déjà rassemblé, càd qu’on prend n’importe où, qui se trouve sous la main.
Étymologie: ἀ, συγκροτέω.
Spanish (DGE)
v. ἀξυγκρότητος.
Greek Monolingual
-η, -ο
νεοελλ.
1. αυτός που δεν είναι συγκροτημένος ή συναρμολογημένος
2. ακατάρτιστος, ημιμαθής
αρχ.
1. αυτός που δεν έχει προετοιμαστεί ώστε να συντονίζεται με τους άλλους
2. (για ύφος) πλαδαρός, χαλαρός.
Russian (Dvoretsky)
ἀσυγκρότητος: староатт. ἀξυγκρότητος 2 не сколоченный вместе, т. е. недисциплинированный, не обученный (πληρώματα Thuc.).