ἀσυμφυής: Difference between revisions

From LSJ

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
(6)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀσυμφυής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> ο μη [[συμφυής]], ο [[ανόμοιος]]<br /><b>2.</b> [[αφύσικος]].
|mltxt=[[ἀσυμφυής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> ο μη [[συμφυής]], ο [[ανόμοιος]]<br /><b>2.</b> [[αφύσικος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀσυμφυής:''' неподходящий, не сродный, не родственный (τὰ μόρια Plut.).
}}
}}

Revision as of 17:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσυμφῠής Medium diacritics: ἀσυμφυής Low diacritics: ασυμφυής Capitals: ΑΣΥΜΦΥΗΣ
Transliteration A: asymphyḗs Transliteration B: asymphyēs Transliteration C: asymfyis Beta Code: a)sumfuh/s

English (LSJ)

ές,

   A not growing together, μόρια Placit.5.19.5; τῆ κτίσει Hsch.

German (Pape)

[Seite 380] ές, nicht zusammenpassend, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσυμφυής: -ές, ὁ μὴ συμφυής, «ἀνοίκειος, ἀνόμοιος» (Σουΐδ.), Πλούτ. 2. 908D, Κλήμ. Ἀλ. 223.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui ne se combine pas avec, incompatible.
Étymologie: ἀ, συμφυής.

Spanish (DGE)

-ές
1 que no crece juntamente μόρια Placit.5.19.5
extraño, ajeno c. dat. τῇ κτίσει Hsch.
2 antinatural del vicio, Clem.Al.Paed.2.10.87.
3 incompatible τὰ ἐναντία Cyr.Al.M.73.197B, φῶς καὶ σκότος Cyr.Al.M.68.437D.

Greek Monolingual

ἀσυμφυής, -ές (Α)
1. ο μη συμφυής, ο ανόμοιος
2. αφύσικος.

Russian (Dvoretsky)

ἀσυμφυής: неподходящий, не сродный, не родственный (τὰ μόρια Plut.).