αὐθαδίζομαι: Difference between revisions

From LSJ

καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)

Source
(3)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''αὐθᾱδίζομαι:''' αποθ., είμαι [[αυθάδης]], [[ισχυρογνώμων]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''αὐθᾱδίζομαι:''' αποθ., είμαι [[αυθάδης]], [[ισχυρογνώμων]], σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''αὐθᾱδίζομαι:''' быть дерзким, самонадеянным Plat.
}}
}}

Revision as of 17:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐθαδίζομαι Medium diacritics: αὐθαδίζομαι Low diacritics: αυθαδίζομαι Capitals: ΑΥΘΑΔΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: authadízomai Transliteration B: authadizomai Transliteration C: afthadizomai Beta Code: au)qadi/zomai

English (LSJ)

aor.

   A -ισάμενος Them.Or.34 P.467 D.:—to be self-willed, οὐκ αὐθαδιζόμενος Pl.Ap.34d; to be puffed up, arrogant, Them. Or.29.346b.

Greek (Liddell-Scott)

αὐθᾱδίζομαι: ἀποθ., φέρομαι αὐθαδῶς, θρασέως, ὑπερηφάνως, οὐκ αὐθαδιζόμενος Πλάτ. Ἀπολ. 34D· ἀόρ. -ισάμενος Θεμίστ. σ. 467. 23 Δινδ.: Ἐνεργ. παρὰ Γρηρ. Ναζ.· πρβλ. Λοβ. Φρύν. 66.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
être présomptueux ou arrogant.
Étymologie: αὐθάδης.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): αὐθαδειάζομαι S.E.P.1.237, Lib.Decl.15.47; αὐθαδιάζομαι Polem.Call.24, Gr.Naz.M.35.580C
1 abs. ser arrogante οὐκ αὐθαδιζόμενος sin arrogancia por mi parte Pl.Ap.34d, cf. M.Ant.4.32, Them.Or.29.346b, 34.467d, Lib.l.c., Agath.3.6.3, αὐθαδίζεσθαι λέγε, μὴ ἀναιδεύεσθαι Phryn.44.
2 osar, atreverse a c. ac. int. νεώτερος ὢν ταῦτα ηὐθαδιάσατο Polem.l.c., c. inf. πότερον καταληπτά ἐστιν ἢ ἀκατάληπτα λέγειν αὐθαδειαζομένη (ἡ μέθοδος) (el método) que se atreve a afirmar si son causas aprehensibles o no aprehensibles S.E.l.c., αὐθαδιζόμενος ... κρίσεις τὰς ἐσομένας ἐρρύθμιζεν Procop.Arc.14.5
c. πρός y ac. φιλεῖ ... τὰ γενναῖα φρονήματα πρὸς τὸ βίᾳ κρατοῦν αὐθαδιάζεσθαι Gr.Naz.l.c.

Greek Monolingual

αὐθαδίζομαι (Α) αυθάδης
αυθαδιάζω.

Greek Monotonic

αὐθᾱδίζομαι: αποθ., είμαι αυθάδης, ισχυρογνώμων, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

αὐθᾱδίζομαι: быть дерзким, самонадеянным Plat.