ἀσφάλειος: Difference between revisions
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
(6) |
(1b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀσφάλειος]] και -λιος -ον (Α)<br />(επιθ. του Ποσειδώνος) αυτός που παρέχει [[ασφάλεια]], που προφυλάσσει κάποιον. | |mltxt=[[ἀσφάλειος]] και -λιος -ον (Α)<br />(επιθ. του Ποσειδώνος) αυτός που παρέχει [[ασφάλεια]], που προφυλάσσει κάποιον. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀσφάλειος:''' Arph. = [[ἀσφάλιος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:32, 31 December 2018
English (LSJ)
(with collat. form -ιος, q.v.), ον, epith. of Poseidon, the
A Securer, Ar.Ach.682, Paus.3.11.9, 7.21.7, Plu.Thes.36.
German (Pape)
French (Bailly abrégé)
c. ἀσφάλιος.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): -εος Orác. en Didyma 132.2 (II a.C.); -ιος Str.1.3.16, Paus.3.11.9, Plu.Thes.36, Aristid.Or.46.1, Opp.H.5.680, BGU 96.6 (III d.C.), IG 5(1).559.14 (Amiclas), PCair.Isidor.94.4, PRainer Cent.84.6 (IV d.C.)
• Prosodia: [-φᾰ-]
1 de garantía, que garantiza κατὰ τήνδε τὴν ἀσφάλειον (sc. ἀποχήν) por este recibo, PCair.Isidor.105.9 (III d.C.), cf. 94.4, BGU l.c., PPanop.21.18, 22.7 (ambos del IV d.C.), ἀσφάλειον ὁμολογίαν SB 6266.7 (VI d.C.)
•subst. τὸ ἀ. seguridad τὸν διαφαλισμὸν ποιούμεθα ὑπὲρ ἡμετέρου ἀσφαλίου PRainer Cent.l.c.
2 Ἀ. ὁ epít. de Posidón protector, el que asegura la navegación en Atenas, Ar.Ach.682, Plu.l.c., en Esparta, Paus.l.c., IG l.c., en Rodas, Str.l.c., en Dídima, Orác. en Didyma l.c., cf. Aristid.l.c., Opp.l.c., App.BC 5.98, Philostr.VA 4.9, Hld.6.7.1
•interpretado como el que mantiene firme las edificaciones en tierra, Corn.ND 22.
Greek Monolingual
ἀσφάλειος και -λιος -ον (Α)
(επιθ. του Ποσειδώνος) αυτός που παρέχει ασφάλεια, που προφυλάσσει κάποιον.
Russian (Dvoretsky)
ἀσφάλειος: Arph. = ἀσφάλιος.