αὐτόξυλος: Difference between revisions

From LSJ

τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth

Source
(3)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''αὐτόξῠλος:''' -ον ([[ξύλον]]), αυτός που προέρχεται από απλό (ακατέργαστο) [[ξύλο]], σε Σοφ.
|lsmtext='''αὐτόξῠλος:''' -ον ([[ξύλον]]), αυτός που προέρχεται από απλό (ακατέργαστο) [[ξύλο]], σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''αὐτόξῠλος:''' сделанный из одного лишь или из простого дерева ([[ἔκπωμα]] Soph.).
}}
}}

Revision as of 17:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐτόξῠλος Medium diacritics: αὐτόξυλος Low diacritics: αυτόξυλος Capitals: ΑΥΤΟΞΥΛΟΣ
Transliteration A: autóxylos Transliteration B: autoxylos Transliteration C: aftoksylos Beta Code: au)to/culos

English (LSJ)

ον,

   A of one piece of wood, ἔκπωμα S.Ph.35, cf. APl.4.235 (Apollonid.), Str.11.4.3.

Greek (Liddell-Scott)

αὐτόξυλος: -ον, ἐξ ἁπλοῦ ἀκατεργάστου ξύλου, ἔκπτωμα Σοφ. Φ. 35, πρβλ. Ἀνθ. Πλαν. 4. 235, Στράβ. 502.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
fait simplement en bois.
Étymologie: αὐτός, ξύλον.

Spanish (DGE)

-ον que es todo de madera, ἔκπωμα S.Ph.35.

Greek Monolingual

αὐτόξυλος, -ον (Α)
κατασκευασμένος από ακατέργαστο ξύλο.

Greek Monotonic

αὐτόξῠλος: -ον (ξύλον), αυτός που προέρχεται από απλό (ακατέργαστο) ξύλο, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

αὐτόξῠλος: сделанный из одного лишь или из простого дерева (ἔκπωμα Soph.).