ἀφρογενής: Difference between revisions

From LSJ

ἀνδρῶν γὰρ ἐπιφανῶν πᾶσα γῆ τάφος → for illustrious men have the whole earth for their tomb, for heroes have the whole earth for their tomb, the whole earth is the tomb of famous men

Source
(3)
(1b)
Line 13: Line 13:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀφρογενής:''' -ές ([[γίγνομαι]]), αυτός που γεννήθηκε από τον αφρό, λέγεται για την [[Αφροδίτη]], σε Ησίοδ.· θηλ. <i>Ἀφρο-γένεια</i>, σε Μόσχ.
|lsmtext='''ἀφρογενής:''' -ές ([[γίγνομαι]]), αυτός που γεννήθηκε από τον αφρό, λέγεται για την [[Αφροδίτη]], σε Ησίοδ.· θηλ. <i>Ἀφρο-γένεια</i>, σε Μόσχ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀφρογενής:''' пеннорожденный ([[θεά]], sc. [[Ἀφροδίτη]] Hes.).
}}
}}

Revision as of 17:36, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 415] ές, dass., Hes. Th. 196; Ep. ad 248 (Plan. 169).

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
né de l’écume (de la mer), ép. d’Aphrodite.
Étymologie: ἀφρός, γίγνομαι.

Spanish (DGE)

-ές
1 mit. epít. de Afrodita nacida de la espuma Ἀφροδίτη ἀ. Hes.Th.196, Orph.Fr.183
subst. como n. pr. AP 16.211 (Stat.Flacc.).
2 astrol. subst. Venus el planeta, Doroth. en Heph.Astr.1.6.2.

Greek Monolingual

ἀφρογενής, η επίθ. (Α)
η αφρογένεια.

Greek Monotonic

ἀφρογενής: -ές (γίγνομαι), αυτός που γεννήθηκε από τον αφρό, λέγεται για την Αφροδίτη, σε Ησίοδ.· θηλ. Ἀφρο-γένεια, σε Μόσχ.

Russian (Dvoretsky)

ἀφρογενής: пеннорожденный (θεά, sc. Ἀφροδίτη Hes.).