βαναυσικός: Difference between revisions
τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses
(3) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''βᾰναυσικός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή προσιδιάζει στους εργάτες, χειρώνακτες· [[τέχνη]] βαναυσική, χειρωνακτική [[τέχνη]], Λατ. [[ars]] sellularia, σε Ξεν. | |lsmtext='''βᾰναυσικός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή προσιδιάζει στους εργάτες, χειρώνακτες· [[τέχνη]] βαναυσική, χειρωνακτική [[τέχνη]], Λατ. [[ars]] sellularia, σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''βᾰναυσικός:''' ремесленный, ручной, тж. механический (τέναι Xen.). | |||
}} | }} |
Revision as of 17:40, 31 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A of or for artisans: τέχνη β. handicraft, X. Smp.3.4, Oec.4.2; τὸ β. Arist.Pol.1321a6.
German (Pape)
[Seite 431] handwerksmäßig, τέχναι, handwerksmäßig betriebene Künste, Handwerke, Xen. Oec. 4, 2 Conv. 3, 4.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
d’artisan.
Étymologie: βάναυσος.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
propio de artesano, artesanal βαναυσικὴ τέχνη artesanía X.Smp.3.4, Oec.4.2, Poll.7.6
•τὸ μέρος βαναυσικόν el artesanado Arist.Pol.1321a6.
Greek Monolingual
βαναυσικός, -ή, -όν (Α) βάναυσος
1. ο σχετικός με τον χειρώνακτα
2. το θηλ. ως ουσ. η βαναυσική
η χειρωναξία
3. το ουδ. ως ουσ. το βαναυσικόν
η χειρωναξία.
Greek Monotonic
βᾰναυσικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή προσιδιάζει στους εργάτες, χειρώνακτες· τέχνη βαναυσική, χειρωνακτική τέχνη, Λατ. ars sellularia, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
βᾰναυσικός: ремесленный, ручной, тж. механический (τέναι Xen.).