ἀτρύγητος: Difference between revisions
καὶ νῦν περὶ ἀρετῆς ὃ ἔστιν ἐγὼ μὲν οὐκ οἶδα, σὺ μέντοι ἴσως πρότερον μὲν ᾔδησθα πρὶν ἐμοῦ ἅψασθαι, νῦν μέντοι ὅμοιος εἶ οὐκ εἰδότι → so now I do not know what virtue is; perhaps you knew before you contacted me, but now you are certainly like one who does not know
(6) |
(1b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[άτρυγος]], -η, -ο (AM [[ἀτρύγητος]], -ον)<br />(για αμπέλια) αυτός που δεν τρυγήθηκε<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για διάφορα κτήματα και κυψέλες) [[εκείνος]] του οποίου δεν συγκομίστηκε ο [[καρπός]]<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] τον οποίο δεν γεύθηκε ή δεν απόλαυσε [[κάποιος]] («ατρύγητη [[ομορφιά]]»). | |mltxt=και [[άτρυγος]], -η, -ο (AM [[ἀτρύγητος]], -ον)<br />(για αμπέλια) αυτός που δεν τρυγήθηκε<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για διάφορα κτήματα και κυψέλες) [[εκείνος]] του οποίου δεν συγκομίστηκε ο [[καρπός]]<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] τον οποίο δεν γεύθηκε ή δεν απόλαυσε [[κάποιος]] («ατρύγητη [[ομορφιά]]»). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀτρύγητος:''' Arst. = [[ἀτρυγής]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:40, 31 December 2018
English (LSJ)
ον, = foreg., Arist.Pr.925b15;
A ἀ. γενήματα PGnom.233 (ii A. D.).
German (Pape)
[Seite 389] dasselbe, dem τετρυγημένος entggstzt, Arist. probl. 20, 23.
Greek (Liddell-Scott)
ἀτρύγητος: -ον, ὁ μὴ τετρυγημένος, ἐπὶ σταφυλῶν, Ἀριστ. Προβλ. 20. 23. 1· ἀτρῠγής, ές, Ἀνθ. Π. 7. 622.
Spanish (DGE)
-ον
no recogido, no recolectado αἱ ῥᾶγες τετρυγημέναι ... γλυκύτεραί εἰσιν ἢ τῶν ἀτρυγήτων Arist.Pr.925b15, ἀ. γενήματα PGnom.104 (II d.C.).
Greek Monolingual
και άτρυγος, -η, -ο (AM ἀτρύγητος, -ον)
(για αμπέλια) αυτός που δεν τρυγήθηκε
νεοελλ.
1. (για διάφορα κτήματα και κυψέλες) εκείνος του οποίου δεν συγκομίστηκε ο καρπός
2. εκείνος τον οποίο δεν γεύθηκε ή δεν απόλαυσε κάποιος («ατρύγητη ομορφιά»).
Russian (Dvoretsky)
ἀτρύγητος: Arst. = ἀτρυγής.