ἀχαράκωτος: Difference between revisions

From LSJ

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀχᾰράκωτος:''' -ον ([[χαρακόω]]), μη περιφραγμένος, σε Πλούτ.
|lsmtext='''ἀχᾰράκωτος:''' -ον ([[χαρακόω]]), μη περιφραγμένος, σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀχᾰράκωτος:''' не обнесенный частоколом, неукрепленный ([[ἤπειρος]] Polyb.; [[στρατόπεδον]] Plut.).
}}
}}

Revision as of 17:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀχᾰράκωτος Medium diacritics: ἀχαράκωτος Low diacritics: αχαράκωτος Capitals: ΑΧΑΡΑΚΩΤΟΣ
Transliteration A: acharákōtos Transliteration B: acharakōtos Transliteration C: acharakotos Beta Code: a)xara/kwtos

English (LSJ)

[ρᾰ], ον,

   A not palisaded, Plb.10.11.2, Plu.Mar.20: metaph., defenceless, friendless, Philostr.VA5.35. Adv. -τως, αὐλίσασθαι App.BC3.70.

German (Pape)

[Seite 417] nicht verpallisadirt, unbefestigt, Pol. 10, 11; Plut. Mar. 20. – Adv. -κώτως, App.

Greek (Liddell-Scott)

ἀχᾰράκωτος: -ον, ὁ μὴ κεχαρακωμένος, ὁ ἄνευ χαρακωμάτων, Πολύβ. 10. 11, 2, Πλουτ. Μάρ. 20. ― Ἐπίρρ. -τως Ἀππιαν. Ἐμφ. 3. 70.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non garni de palissades.
Étymologie: ἀ, χαρακόω.

Spanish (DGE)

-ον
1 no protegido por empalizada τόπος Plb.10.11.2, cf. Plu.Mar.20
fig. desprotegido de pers., Philostr.VA 5.35.
2 adv. -ως sin protegerse con empalizada ηὐλίσατο ἐν κώπῃ παρὰ τὸ πεδίον ἀ. App.BC 3.70.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀχαράκωτος, -ον)
νεοελλ.
1. αυτός που δεν τον έχει χαρακώσει κανείς, που δεν τον έχει χαράξει με χάρακα
2. (για αμπέλι) εκείνο στο οποίο δεν έχουν κάνει χαράκωμα, δεν έχουν χαρακώσει το στέλεχος, το κούρβουλο (για να κάνει μεγάλες ρόγες)
3. ο αχάρακτος, όποιος δεν έχει χαραχτεί με αιχμηρό εργαλείο
αρχ.
1. άφραχτος, ανοχύρωτος
2. χωρίς φίλους, απροστάτευτος.

Greek Monotonic

ἀχᾰράκωτος: -ον (χαρακόω), μη περιφραγμένος, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀχᾰράκωτος: не обнесенный частоколом, неукрепленный (ἤπειρος Polyb.; στρατόπεδον Plut.).