βάρδιστος: Difference between revisions

From LSJ

γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at

Source
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βάρδιστος:''' -η, -ον, από Επικ. μετάθ. αντί <i>βράδιστος</i>· υπερθ. του [[βραδύς]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[βαρδύτερος]], αντί <i>βραδύτερος</i>, <i>σε</i> Θεόκρ.
|lsmtext='''βάρδιστος:''' -η, -ον, από Επικ. μετάθ. αντί <i>βράδιστος</i>· υπερθ. του [[βραδύς]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[βαρδύτερος]], αντί <i>βραδύτερος</i>, <i>σε</i> Θεόκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''βάρδιστος:''' эп. (= [[βράδιστος]]) superl. к βραούς.
}}
}}

Revision as of 17:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βάρδιστος Medium diacritics: βάρδιστος Low diacritics: βάρδιστος Capitals: ΒΑΡΔΙΣΤΟΣ
Transliteration A: bárdistos Transliteration B: bardistos Transliteration C: vardistos Beta Code: ba/rdistos

English (LSJ)

η, ον, poet. for βράδιστος, Sup. of βραδύς, Il.23.310, Theoc.15.104, Doroth.(?)ap.Heph.Astr.3.30: Comp.

   A βαρδύτερος Theoc.29.30.

German (Pape)

[Seite 433] poet. für βράδιστος, superl. von βραδύς, Il. 23, 310. 530; Theocr. 15, 140; nach Greg. Cor. dorisch.

Greek (Liddell-Scott)

βάρδιστος: -η, -ον, ποιητ. ἀντὶ βράδιστος, ὑπερθ. τοῦ βραδὺς Ἰλ. Ψ. 310· ἕτερος τύπος βαρδύτερος ἀπαντᾷ παρὰ Θεοκρ. 29. 30.

French (Bailly abrégé)

poét. p. βραδύτατος, v. βραδύς.

English (Autenrieth)

see βραδύς.

Spanish (DGE)

βαρδύτερος v. βραδύς.

Greek Monotonic

βάρδιστος: -η, -ον, από Επικ. μετάθ. αντί βράδιστος· υπερθ. του βραδύς, σε Ομήρ. Ιλ.· βαρδύτερος, αντί βραδύτερος, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

βάρδιστος: эп. (= βράδιστος) superl. к βραούς.