βοτρυόεις: Difference between revisions

From LSJ

ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do

Source
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βοτρῠόεις:''' -εσσα, -εν ([[βότρυς]]), ο [[γεμάτος]] από σταφύλια, σε Ανθ.
|lsmtext='''βοτρῠόεις:''' -εσσα, -εν ([[βότρυς]]), ο [[γεμάτος]] από σταφύλια, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''βοτρυόεις:''' όεσσα, όεν полный гроздьев ([[κισσός]] Anth.).
}}
}}

Revision as of 17:51, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βοτρῠόεις Medium diacritics: βοτρυόεις Low diacritics: βοτρυόεις Capitals: ΒΟΤΡΥΟΕΙΣ
Transliteration A: botryóeis Transliteration B: botryoeis Transliteration C: votryoeis Beta Code: botruo/eis

English (LSJ)

εσσα, εν,

   A full of grapes, clustering, οἰνάς Ion Eleg.1.4; κισσός AP9.363.12 (Mel.); πλοχμοί A.R.2.677; δένδρεα IG14.1389 ii 10.

German (Pape)

[Seite 455] εσσα, εν, traubenreich, οἰνάς Ion bei Ath. X, 447 d; κισσός Mal. 110 (IX, 363); πλοχμοί Ap. Rh. 2, 677.

Greek (Liddell-Scott)

βοτρυόεις: εσσα, εν, πλήρης βοτρύων, οἰνὰς Ἴων 1. 4 (Ἀθήν. 447D)· κισσὸς Ἀνθ. II. 9. 363· δένδρεα Συλλ. Ἐπιγρ. 6280Α. 10.

French (Bailly abrégé)

όεσσα, όεν;
1 plein de grappes;
2 en forme de grappe.
Étymologie: βότρυς.

Spanish (DGE)

-εσσα, -εν
lleno de uvas οἰνάς Io Eleg.1.4
cargado de racimos κισσός AP 9.363.12 (Mel.), ἄμωμον Androm.145, δένδρεα Marc.Sid. en IUrb.Rom.1155.69, cf. Nonn.Par.Eu.Io.15.4
lleno de viñedos Ἡράκλεια Q.S.6.473
fig. del pelo arracimado πλοχμοί A.R.2.677.

Greek Monolingual

βοτρυόεις, -εσσα, -εν (Α) βότρυς
ο γεμάτος σταφύλια.

Greek Monotonic

βοτρῠόεις: -εσσα, -εν (βότρυς), ο γεμάτος από σταφύλια, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

βοτρυόεις: όεσσα, όεν полный гроздьев (κισσός Anth.).