βούβοτος: Difference between revisions

From LSJ

Φιλίας δοκιμαστήριον ὁ χωρισμὸς φίλων → Probas amicum, ab eo si longe absies → Der Freundschaft Probe ist die Trennung von dem Freund

Menander, Monostichoi, 537
(3)
(1b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βούβοτος:''' -ον, αυτός που είναι [[πρόσφορος]] για τη [[βοσκή]] βοδιών, σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''βούβοτος:''' -ον, αυτός που είναι [[πρόσφορος]] για τη [[βοσκή]] βοδιών, σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''βούβοτος:''' питающий быков, изобилующий пастбищами для крупного рогатого скота ([[γαῖα]] [[αἰγίβοτος]] καὶ β. Hom.; Ὀρβηλοῖο [[σφυρόν]] Anth.).
}}
}}

Revision as of 17:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βούβοτος Medium diacritics: βούβοτος Low diacritics: βούβοτος Capitals: ΒΟΥΒΟΤΟΣ
Transliteration A: boúbotos Transliteration B: boubotos Transliteration C: voyvotos Beta Code: bou/botos

English (LSJ)

ον,

   A grazed by cattle, Od.13.246, AP6.114 (Simm. or Phil.).

German (Pape)

[Seite 455] von Rindern beweidet, Hom. einmal, Od. 13, 246 von Ithaka αἰγίβοτος δ' ἀγαθὴ καὶ βούβοτος, tauglich um Rinder u. Ziegen zu weiden; Philipp. Thessalon. (VI, 114).

Greek (Liddell-Scott)

βούβοτος: -ον, ὁ ὑπὸ βοῶν νεμόμενος, Ὀδ. Ν. 246, Ἀνθ. II. 6. 114.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
où paissent les bœufs ou en gén. les bestiaux.
Étymologie: βοῦς, βόσκω.

English (Autenrieth)

kine-pasture, Od. 13.246†.

Spanish (DGE)

-ον
rico en pastos γαῖα Od.13.246, βούβοτον Ὀρβηλοῖο παρὰ σφυρόν al pie de la sierra de Orbelo rica en pastos Simm.22.

Greek Monolingual

βούβοτος, -ον (Α)
(για τόπο) αυτός στον οποίο βόσκουν βόδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βους + -βοτος < βόσκω (πρβλ. αιγίβοτος, ιππόβοτος, μηλόβοτος, πάμβοτος κ.ά.)].

Greek Monotonic

βούβοτος: -ον, αυτός που είναι πρόσφορος για τη βοσκή βοδιών, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

βούβοτος: питающий быков, изобилующий пастбищами для крупного рогатого скота (γαῖα αἰγίβοτος καὶ β. Hom.; Ὀρβηλοῖο σφυρόν Anth.).