βορβορυγμός: Difference between revisions
τοῖς οἰκείοις βουλεύμασιν ἁλίσκεσθαι → hoist by one's own petard, hoist with one's own petard, hoist on one's own petard, hoisted by one's own petard, be hoist with one's own petard
(7) |
(1b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (Α [[βορβορυγμός]]) [[βορβορύζω]]<br />[[γουργούρισμα]] στην [[κοιλιά]], που προέρχεται από τη [[μετατόπιση]] των αερίων, τα οποία [[είναι]] ανακατωμένα με το εντερικό [[περιεχόμενο]]. | |mltxt=ο (Α [[βορβορυγμός]]) [[βορβορύζω]]<br />[[γουργούρισμα]] στην [[κοιλιά]], που προέρχεται από τη [[μετατόπιση]] των αερίων, τα οποία [[είναι]] ανακατωμένα με το εντερικό [[περιεχόμενο]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''βορβορυγμός:''' ὁ урчание в животе Luc. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:52, 31 December 2018
English (LSJ)
ὁ,
A intestinal rumbling, Hp.Prog.11; belching, Suid.
German (Pape)
[Seite 453] ὁ, das Knurren, Kullern im Bauche, Diosc.; Luc. Lexiph. 20.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
borborygme, bruit des intestins.
Étymologie: DELG étym. inconnue, non i.-e. ; cf. κορκορυγμός.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
1 gorgoteo, medic. borborigmo Hp.Prog.11, Epid.4.56, Coac.275, Gal.17(2).31, Luc.Lex.20, Cael.Aur.CP 3.20.194.
2 eructo πολὺς ἐν τῷ στόματι ἦν β. Iambl.Fr.51, cf. Sud.
Greek Monolingual
ο (Α βορβορυγμός) βορβορύζω
γουργούρισμα στην κοιλιά, που προέρχεται από τη μετατόπιση των αερίων, τα οποία είναι ανακατωμένα με το εντερικό περιεχόμενο.
Russian (Dvoretsky)
βορβορυγμός: ὁ урчание в животе Luc.