βαρύμισθος: Difference between revisions
From LSJ
οἱ βάρβαροι τῇ ἀλήκτῳ συνουσίᾳ ὑπνώθησαν → the barbarians, exhausted by unremitting intercourse, fell asleep
(3) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''βᾰρύμισθος:''' -ον, αυτός που αμείβεται πλουσιοπάροχα, σε Ανθ. | |lsmtext='''βᾰρύμισθος:''' -ον, αυτός που αμείβεται πλουσιοπάροχα, σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''βαρύμισθος:''' требующий высокой оплаты Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:52, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A largely paid, grasping, AP5.1.
German (Pape)
[Seite 434] schweren Lohn nehmend, theuer, Ep. ad. 56 (V, 2).
Greek (Liddell-Scott)
βᾰρύμισθος: -ον, ὁ βαρέως πληρωνόμενος, ἄπληστος, πλεονέκτης, Ἀνθ. ΙΙ. 5. 2.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
d’un prix lourd.
Étymologie: βαρύς, μισθός.
Spanish (DGE)
(βᾰρύμισθος) -ον
• Prosodia: [-ῠ-]
de precio alto, caro τὴν καταφλειξίπολιν Σθενελαΐδα τὴν βαρύμισθον AP 5.2.
Greek Monolingual
βαρύμισθος, -ον (Α)
αυτός που παίρνει μεγάλο μισθό.
Greek Monotonic
βᾰρύμισθος: -ον, αυτός που αμείβεται πλουσιοπάροχα, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
βαρύμισθος: требующий высокой оплаты Anth.