βρέξις: Difference between revisions
From LSJ
κῆπος κεκλεισμένος, ἀδελφή μου νύμφη, κῆπος κεκλεισμένος, πηγὴ ἐσφραγισμένη (Song of Solomon 4:12) → A garden locked is my sister bride, a garden locked, a fountain sealed (LXX) | A garden enclosed is my sister, my spouse; a spring shut up, a fountain sealed (KJV)
(3) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''βρέξις:''' -εως, ἡ ([[βρέχω]]), [[βρέξιμο]], ύγρανση, σε Ξεν. | |lsmtext='''βρέξις:''' -εως, ἡ ([[βρέχω]]), [[βρέξιμο]], ύγρανση, σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''βρέξις:''' εως ἡ [[βρέχω]] смачивание Xen. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:56, 31 December 2018
English (LSJ)
εως, ἡ, (βρέχω)
A = βροχή, a wetting, X.Eq.5.9.
German (Pape)
[Seite 463] ἡ, das Benetzen, Xen. Hipparch. 5, 9.
Greek (Liddell-Scott)
βρέξις: -εως, ἡ, (βρέχω) = βροχή, βρέξιμον, ὕγρανσις, Ξεν. Ἱππ. 5, 9.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de mouiller.
Étymologie: βρέχω.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
acción de mojar βλάπτει ... τὰς ὁπλὰς ἡ καθ' ἑκάστην ἡμέραν βρέξις X.Eq.5.9
•remojo, inmersión en recetas, Gal.6.782, 787.
• Etimología: N. de acción en -σις de βρέχω q.u.
Greek Monotonic
βρέξις: -εως, ἡ (βρέχω), βρέξιμο, ύγρανση, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
βρέξις: εως ἡ βρέχω смачивание Xen.