γεροντία: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''γεροντία:''' ἡ, Λακων. [[τύπος]] του [[γερουσία]], σε Ξεν.
|lsmtext='''γεροντία:''' ἡ, Λακων. [[τύπος]] του [[γερουσία]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''γεροντία:''' ἡ лак. Xen. = [[γερουσία]].
}}
}}

Revision as of 18:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γεροντία Medium diacritics: γεροντία Low diacritics: γεροντία Capitals: ΓΕΡΟΝΤΙΑ
Transliteration A: gerontía Transliteration B: gerontia Transliteration C: gerontia Beta Code: geronti/a

English (LSJ)

ἡ, Lacon.,

   A = γερουσία, X.Lac.10.1.

German (Pape)

[Seite 486] ἡ, Versammlung der Geronten in Sparta, Xen. Lac. 10, 1, = γερουσία.

Greek (Liddell-Scott)

γεροντία: ἡ, Λακων. τύπος τοῦ Γερουσία, Ξεν. Λακ. 10, 1.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
assemblée des vieillards ou sénat à Sparte.
Étymologie: lac. c. γερουσία.

Spanish (DGE)

v. γερουσία.

Greek Monolingual

γεροντία, η (δωρ. τ.) (Α)
η γερουσία.

Greek Monotonic

γεροντία: ἡ, Λακων. τύπος του γερουσία, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

γεροντία: ἡ лак. Xen. = γερουσία.