γοεδνός: Difference between revisions
From LSJ
φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy
(3) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''γοεδνός:''' -ή, -όν = το επόμ., σε Αισχύλ. | |lsmtext='''γοεδνός:''' -ή, -όν = το επόμ., σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''γοεδνός:''' рыдающий, жалобный (ἔπη Aesch.). | |||
}} | }} |
Revision as of 18:08, 31 December 2018
English (LSJ)
ή, όν, = sq.1., A.Pers.1057 (lyr.), Supp.73 (lyr.), 194. II = sq.11, Id.Pers.1039 (lyr.).
Greek (Liddell-Scott)
γοεδνός: -ή, -όν, (πρβλ. μακεδνός) = τῷ ἑπομ., Αἰσχύλ. Πέρσ. 1039, 1057, Ἱκέτ. 72, 194.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 lamentable, déplorable;
2 qui gémit, qui se lamente.
Étymologie: γόος.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 lamentable γοεδνὰ δ' ἀνθεμίζομαι A.Supp.73, cf. Pers.1057, Supp.194.
2 que se lamenta διαίνομαι γ. ὤν anegado en llanto profiero gemidos A.Pers.1047.
• Etimología: v. γοάω.
Greek Monolingual
γοεδνός, -ή, -όν (Α)
ο γοερός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γόος αναλογικά προς τα επίθ. σε -δνός (πρβλ. σμερδνός, ολοφυδνός)].
Greek Monotonic
γοεδνός: -ή, -όν = το επόμ., σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
γοεδνός: рыдающий, жалобный (ἔπη Aesch.).