διαμαθύνω: Difference between revisions
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
(3) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''διᾰμᾰθύνω:''' αόρ. αʹ <i>-ημάθῡνα</i>, κονιορτοποιώ, [[αλέθω]] [[κάτι]] ώσπου να γίνει [[σκόνη]], [[καταστρέφω]] ολοκληρωτικά, σε Αισχύλ. | |lsmtext='''διᾰμᾰθύνω:''' αόρ. αʹ <i>-ημάθῡνα</i>, κονιορτοποιώ, [[αλέθω]] [[κάτι]] ώσπου να γίνει [[σκόνη]], [[καταστρέφω]] ολοκληρωτικά, σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''διᾰμᾰθύνω:''' <b class="num">1)</b> разрушать до основания (πόλιν Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> уничтожать, пожирать (κύνες διημάθυνον ἄνδρα δεσπότην, sc. Ἀκταίωνα Aesch.). | |||
}} | }} |
Revision as of 18:28, 31 December 2018
English (LSJ)
A grind to powder, utterly destroy, πόλιν διημάθυνεν A.Ag. 824; κύνες διημάθυνον ἄνδρα δεσπότην (sc. Actaeon) Id.Fr.244.
German (Pape)
[Seite 588] ganz verwüsten, vernichten, Aesch. Ag. 798.
Greek (Liddell-Scott)
διαμαθύνω: κατασυντρίβω εἰς κόνιν, ἐντελῶς καταστρέφω, πόλιν διημάθυνεν Αἰσχύλ. Ἀγ. 824· κύνες διημάθυνον ἄνδρα δεσπότην (ἐνν. τὸν Ἀκταίωνα) ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 239.
French (Bailly abrégé)
impf. διημάθυνον;
réduire en poussière : πόλιν ESCHL une ville.
Étymologie: διά, ἀμαθύνω.
Spanish (DGE)
(διαμᾰθύνω)
• Prosodia: [-ῡ-]
reducir a polvo, arrasar πόλιν A.A.824
•hacer trizas, destrozar κύνες διημάθυνον ἄνδρα δεσπότην ref. a Acteón, A.Fr.244.
Greek Monolingual
διαμαθύνω (Α) αμαθύνω
μετατρέπω σε σκόνη, καταστρέφω ολοσχερώς.
Greek Monotonic
διᾰμᾰθύνω: αόρ. αʹ -ημάθῡνα, κονιορτοποιώ, αλέθω κάτι ώσπου να γίνει σκόνη, καταστρέφω ολοκληρωτικά, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
διᾰμᾰθύνω: 1) разрушать до основания (πόλιν Aesch.);
2) уничтожать, пожирать (κύνες διημάθυνον ἄνδρα δεσπότην, sc. Ἀκταίωνα Aesch.).