διακορής: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts

Menander, Monostichoi, 87
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διακορής:''' -ές, = [[διάκορος]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''διακορής:''' -ές, = [[διάκορος]], σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''διακορής:''' полностью насыщенный, пресыщенный (τινος Plat. и τινι Plut.).
}}
}}

Revision as of 18:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διακορής Medium diacritics: διακορής Low diacritics: διακορής Capitals: ΔΙΑΚΟΡΗΣ
Transliteration A: diakorḗs Transliteration B: diakorēs Transliteration C: diakoris Beta Code: diakorh/s

English (LSJ)

ές,

   A = διάκορος, τινός Pl.Lg.629b, Max.Tyr.7.6, D.C.61.13, Jul.Or.2.65d: abs., Plu.Lyc.15.

German (Pape)

[Seite 583] ές, ganz gesättigt, voll; τινός, von etwas, Plat. Legg. I, 629 b; auch τινί, Plut. Lyc. 15; vgl. B. A. 48.

Greek (Liddell-Scott)

διακορής: -ές, = διάκορος, τινὸς Πλάτ. Νόμ. 629Β· τινὶ Πλούτ. Λυκ. 15.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
complètement rassasié.
Étymologie: cf. διάκορος.

Spanish (DGE)

-ές
1 completamente saciado, harto ref. a pers. y anim. τρέφειν καὶ διακορεῖς ποιεῖν Pl.Lg.810e, ὑπὸ πλήθους ὧν ἐνεφορήσαντο διακορεῖς Ph.1.388, cf. Plu.Lyc.15, gener. c. gen. de cosa αὐτῶν (τῶν ποιημάτων) Pl.Lg.629b, ὄψεών τε καὶ ὀσμῶν Ph.2.479, κρεῶν Plu.2.974c, τοῦ χρήματος Max.Tyr.1.6, δ. μέθης οὖσα completamente borracha D.C.61.13.3, λαμπρᾶς ... πομπῆς Iul.Or.3.65d, cf. Poll.5.151
tb. c. gen. de pers. αὐτῶν Aristid.Or.9.14, c. part. διακορεῖς ἐγένοντο ὑβρίζοντες Ael.VH 9.8.
2 fig. de abstr. colmado, culminado κίνησις δ. καὶ πλήρης Plot.6.7.16, c. gen. ἐν τῷ ὄντι ... ὡς ... διακορεῖ τοῦ εἶναι ὅ ἐστι Dam.in Phlb.244
fig. de pers. muy versado τῶν φιλοσόφων λόγων Marin.Procl.11, cf. Simp.in Cael.80.14.

Greek Monolingual

διακορής, -ές (Α)
1. ο υπερβολικά κεκορεσμένος
2. ο υπερβολικά γεμάτος
3. ο υπερβολικά χορτάτος, υπερχορτασμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < διά + -κορής < κόρος.

Greek Monotonic

διακορής: -ές, = διάκορος, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

διακορής: полностью насыщенный, пресыщенный (τινος Plat. и τινι Plut.).