δειλαίνω: Difference between revisions
φωνὰ τύ τίς ἐσσι καὶ οὐδὲν ἄλλο → it's all voice you are, and nothing else | it's all voice ye are, and nought else
(3) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δειλαίνω:''' ([[δείλος]]), είμαι [[δειλός]] ή [[άνανδρος]], [[μικρόψυχος]], [[δειλιάζω]], [[λιποψυχώ]], σε Αριστ. | |lsmtext='''δειλαίνω:''' ([[δείλος]]), είμαι [[δειλός]] ή [[άνανδρος]], [[μικρόψυχος]], [[δειλιάζω]], [[λιποψυχώ]], σε Αριστ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δειλαίνω:''' <b class="num">1)</b> быть робким Arst., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> med. бояться (ποιεῖν τι Luc.). | |||
}} | }} |
Revision as of 18:28, 31 December 2018
English (LSJ)
A to be a coward or cowardly, Arist.EN1107a18, 1137a22, Plot.1.4.15:—Med., Luc.Ocyp.153, Pteb.58.27:—Pass., aor.δειλανθείς· κλεφθείς, ἀπατηθείς, Hsch.; δειλάσαι· δειλιάσαι, Id.
German (Pape)
[Seite 536] zagen, feige sein, Arist. Eth. 2, 6. 5, 13 u. Sp., die auch das med. haben, Luc. Ocyp. 153; Aesop.
Greek (Liddell-Scott)
δειλαίνω: εἶμαι δειλός, ἄνανδρος, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 6, 19., 5. 9, 16· – ὡσαύτως ὡς ἀποθ., Λουκ. Ὠκυπ. 153.
French (Bailly abrégé)
être peureux, être lâche;
Moy. δειλαίνομαι m. sign.
Étymologie: δειλός.
Spanish (DGE)
I intr.
1 en v. act. ser cobarde, obrar con cobardía τὸ δειλαίνειν καὶ τὸ ἀδικεῖν οὐ τὸ ταῦτα ποιεῖν ἐστίν Arist.EN 1137a22, cf. 1107a18, op. ἀνδρίζεσθαι Chrysipp.Stoic.3.58, Plu.2.1047a, Hsch., περί τινα Plot.1.4.15.
2 en v. med.-pas. asustarse, acobardarse, PTeb.58.27 (II a.C.), ἐὰν δὲ δειλανθῇ si se asusta LXX 1Ma.5.41, (θηρία) δειλαινόμενα fieras que se acobardan Ign.Rom.5.2, cf. Pall.H.Laus.35.8, Melit.Fr.Pap.p.59.
3 δειλανθείς· κλεφθείς. ἀπατηθείς Hsch.
II tr.
1 temer μηδὲν δειλαινόμενος Herm.Sim.9.1.3, c. inf. δειλαίνομαι δὲ πολλὰ μεταστῆσαι πόδα Luc.Ocyp.153.
2 c. ac. de pers. asustar, aterrar δαίμων ... ἐβούλετο ἐκφοβῆσαι καὶ δειλαίνειν τὴν Χανθίππην A.Xanthipp.21, cf. 14.
• Etimología: Factitivo sobre δειλός q.u.
Greek Monotonic
δειλαίνω: (δείλος), είμαι δειλός ή άνανδρος, μικρόψυχος, δειλιάζω, λιποψυχώ, σε Αριστ.
Russian (Dvoretsky)
δειλαίνω: 1) быть робким Arst., Plut.;
2) med. бояться (ποιεῖν τι Luc.).