διασκηρίπτω: Difference between revisions

From LSJ

Πᾶσιν γὰρ εὖ φρονοῦσι συμμαχεῖ τύχη → Sapientibus Fortuna se fert opiferam → Mit allen, die klug denken, steht das Glück im Bund

Menander, Monostichoi, 462
(4)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διασκηρίπτω:''' [[στηρίζω]] [[εκατέρωθεν]], [[υποστηρίζω]], υποστηλώνω, σε Ανθ.
|lsmtext='''διασκηρίπτω:''' [[στηρίζω]] [[εκατέρωθεν]], [[υποστηρίζω]], υποστηλώνω, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''διασκηρίπτω:''' подпирать, поддерживать (τινὰ τετρωμένον Anth.).
}}
}}

Revision as of 18:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διασκηρίπτω Medium diacritics: διασκηρίπτω Low diacritics: διασκηρίπτω Capitals: ΔΙΑΣΚΗΡΙΠΤΩ
Transliteration A: diaskēríptō Transliteration B: diaskēriptō Transliteration C: diaskiripto Beta Code: diaskhri/ptw

English (LSJ)

   A prop on each side, prop up, AP6.203 (Laco or Phil.).

German (Pape)

[Seite 602] stützen, Philp. 9 (VI, 203).

Greek (Liddell-Scott)

διασκηρίπτω: ἑκατέρωθεν στηρίζω, ὑποστηρίζω, Ἀνθ. Π. 6. 203.

French (Bailly abrégé)

étayer.
Étymologie: διά, σκηρίπτω.

Spanish (DGE)

sostener, servir de apoyo τό (δρυὸς ξύλον) μιν διεσκήριπτε τὴν τετρωμένην AP 6.203 (Laco o Phil.), cf. Sud.s.u. διεσκήριπτεν.

Greek Monotonic

διασκηρίπτω: στηρίζω εκατέρωθεν, υποστηρίζω, υποστηλώνω, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

διασκηρίπτω: подпирать, поддерживать (τινὰ τετρωμένον Anth.).