διαφοιτάω: Difference between revisions

From LSJ

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
(4)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διαφοιτάω:''' Ιων. -έω, μέλ. <i>-ήσω</i>, περιπλανιέμαι ή περιφέρομαι [[συνεχώς]], σε Ηρόδ., Αριστοφ.· λέγεται για [[φήμη]], διαδίδομαι, εξαπλώνομαι, σε Πλούτ.
|lsmtext='''διαφοιτάω:''' Ιων. -έω, μέλ. <i>-ήσω</i>, περιπλανιέμαι ή περιφέρομαι [[συνεχώς]], σε Ηρόδ., Αριστοφ.· λέγεται για [[φήμη]], διαδίδομαι, εξαπλώνομαι, σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''διαφοιτάω:''' ион. διαφοιτέω<br /><b class="num">1)</b> странствовать, разъезжать Her., Xen.;<br /><b class="num">2)</b> проезжать, путешествовать (διὰ τῆς χώρας Arph.; τῆς Ἰταλίας Plut.);<br /><b class="num">3)</b> распространяться, доходить ([[λόγος]] διεφοίτησεν εἰς Ῥώμην Plut.).
}}
}}

Revision as of 18:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαφοιτάω Medium diacritics: διαφοιτάω Low diacritics: διαφοιτάω Capitals: ΔΙΑΦΟΙΤΑΩ
Transliteration A: diaphoitáō Transliteration B: diaphoitaō Transliteration C: diafoitao Beta Code: diafoita/w

English (LSJ)

Aeol. part.

   A ζαφοίταισ' Sapph.Supp.25.15:—wander, roam, l.c., Hdt.1.60; go backwards and forw ards, ib.186; of hounds on the scent, X.Cyn.3.3; δ. διὰ τῆς χώρας Ar.Av.557; ἀν' ἐρῆμον δρίος prob. in Lyr.Alex.Adesp.7.2; δ. τῆς Ἰταλίας Plu.Caes.33: c. acc., διαφοιτῶντες [τὸ ζεῦγμα] Philostr.Im.2.17; οἰμωγὴ δ. τὸν στρατόν Id.Her.19.12; of a report, spread, εἰς Πώμην Plu.Fab.8, cf. Luc.Alex.7, Hdn.1.4.8, etc.    II permeate, ψυχὴ διαπεφοιτηκυῖα (sc. σώματος) Plot.1.1.4, cf. M.Ant.8.54; [δημιουργὸς] τῆς ὅλης [τῆς ὕλης] διαπεφοιτηκώς Gal.4.561.

German (Pape)

[Seite 611] ion. διαφοιτέω, auseinander gehen, sich überall hin verbreiten, umherschweifen; Her. 1, 60; Xen. Cyr. 6, 2, 12; διὰ τῆς χώρας Ar. Av. 557; τῆς Ἰταλίας Plut. Caes. 33; μῦθος, λόγος διεφοίτησε, verbreitete sich, Luc. Nigr. 7, 10; Plut. Fab. 8, u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

διαφοιτάω: Ἰων. -έω, περιπλανῶμαι, περιφέρομαι συνεχῶς, Ἡρόδ. 1. 60, 186· διὰ τῆς χώρας Ἀριστοφ. Ὄρν. 557· δ. τῆς Ἰταλίας Πλούτ. Καίσ. 33·- ἐπὶ φήμης, διαδίδομαι, Πλούτ. Φαβ. 8, κτλ.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
f. διαφοιτήσω;
aller de côté et d’autre, parcourir : χώρας PLUT un pays ; fig. se répandre en parl. d’un bruit.
Étymologie: διά, φοιτάω.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): lesb. ζαφοίτᾱμι Sapph.96.15

• Morfología: [lesb. part. pres. fem. ζαφοίταισ' Sapph.l.c.]
1 de pers. errar, vagar, deambular πόλλα δὲ ζαφοίταισ' ... ἐπιμνάσθεισ' Ἄτθιδος Sapph.l.c., ἄνδρες πολλοὶ καὶ μεγαλοὶ ... ἐν τῷ ἀέρι διαφοιτῶντες ἐφαντάζοντο D.C.66.22.3
ir de un lado a otro ταῦτα διαφοιτέοντες ἔλεγον anunciaban estas cosas yendo por todos lados de los heraldos, Hdt.1.60, cf. 186, διὰ τῆς χώρας Ar.Au.557, δι' ὅλης αὐτῆς (τῆς ὕλης) Gal.4.561, <ἀ>ν' ἐρῆμον δρίος Lyr.Alex.Adesp.7.2, βαρέως X.Cyn.3.3, c. gen. διαφοιτᾶν τῆς Ἰταλίας Plu.Caes.33, τῆς πόλεως D.Chr.34.20
c. ac. de ext. recorrer αὐτό (τὸ ζεῦγμα) Philostr.Im.2.17.
2 fig. extenderse por todos lados de palabras λόγος ... εἰς Ῥώμην Plu.Fab.8, cf. Isid.Pel.Ep.M.78.213C, μῦθος Luc.Alex.7, ἡ φήμη Hdn.1.4.8, Ach.Tat.6.10.3, ἀνὰ τὴν πόλιν ... φήμη Erot.Fr.Pap.Chion.2.4, cf. Origenes Io.6.39, ἡ νοερὰ δύναμις M.Ant.8.54, ψυχή Plot.1.1.4, c. gen. ταῦτα ... αὐτοῦ τῆς φιλοσοφίας Plu.2.1108d
c. ac. de ext. recorrer, invadir οἰμωγὴ ... τὸν στρατόν Philostr.Her.65.24, τὰ καθολικώτατα τῶν ἐνεργημάτων αὐτοῦ ... ἐπ' ἴσης πάντα Clem.Al.Strom.5.14.133.

Greek Monotonic

διαφοιτάω: Ιων. -έω, μέλ. -ήσω, περιπλανιέμαι ή περιφέρομαι συνεχώς, σε Ηρόδ., Αριστοφ.· λέγεται για φήμη, διαδίδομαι, εξαπλώνομαι, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

διαφοιτάω: ион. διαφοιτέω
1) странствовать, разъезжать Her., Xen.;
2) проезжать, путешествовать (διὰ τῆς χώρας Arph.; τῆς Ἰταλίας Plut.);
3) распространяться, доходить (λόγος διεφοίτησεν εἰς Ῥώμην Plut.).