διφθερίας: Difference between revisions
Μεγάλοι δὲ λόγοι μεγάλας πληγὰς τῶν ὑπεραύχων ἀποτίσαντες γήρᾳ τὸ φρονεῖν ἐδίδαξαν → The great words of the arrogant pay the penalty by suffering great blows, and teach one to reason in old age
(4) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''διφθερίας:''' -ου, ὁ, αυτός που είναι ντυμένος με [[ρούχο]] δερμάτινο, σε Λουκ. | |lsmtext='''διφθερίας:''' -ου, ὁ, αυτός που είναι ντυμένος με [[ρούχο]] δερμάτινο, σε Λουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''διφθερίας:''' ου ὁ одетый в (козью) шкуру ([[δικελλίτης]] καὶ δ. Luc.). | |||
}} | }} |
Revision as of 18:56, 31 December 2018
English (LSJ)
ου, ὁ,
A clad in a leathern jerkin; the dress of old men in Tragedy, of boors in Comedy, Posidipp. ap. Ath.10.414e, Luc.Tim.8, Poll.4.137.
German (Pape)
[Seite 644] ὁ, der mit einem Kleide aus Ziegenfellen, διφθέρα, Bekleidete, Luc. Tim. 8; Posidipp. Ath. X, 414 e. Nach Poll. 4, 137 ein Sklav in der Tragödie; nach Varr. R. R. 2, 11 in der Tragödie alte Leute, in der Komödie Landleute.
Greek (Liddell-Scott)
διφθερίας: -ου, ὁ, ἐνδεδυμένος διφθέραν, ἔνδυμα δερμάτινον· τοιαῦτα ἦσαν τὰ τῶν δούλων ἐν τῇ τραγῳδίᾳ καὶ τῶν χωρικῶν ἐν τῇ κωμῳδίᾳ, Ποσείδιππ. παρ’ Ἀθην. 414E, Λουκ. Τίμ. 8, πρβλ. Varro R. R. 2. 11.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
vêtu de peau.
Étymologie: διφθέρα.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ el que va vestido con una pelliza de cuerode una de las caracterizaciones del sirviente en la comedia, Poll.4.137, Luc.Tim.8, Varro RR 2.11.11.
Greek Monolingual
διφθερίας, ο (Α)
αυτός που φορεί διφθέρα (στους τραγικούς ποιητές, δούλοι με διφθέρα
στους κωμικούς, γέροι αγρότες).
Greek Monotonic
διφθερίας: -ου, ὁ, αυτός που είναι ντυμένος με ρούχο δερμάτινο, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
διφθερίας: ου ὁ одетый в (козью) шкуру (δικελλίτης καὶ δ. Luc.).