δυσδίοδος: Difference between revisions

From LSJ

νοῦς γὰρ ἡμῶν ἐστιν ἐν ἑκάστῳ θεός → Mortalium cuique sua mens est deus → In jedem von uns nämlich wirkt sein Geist als Gott

Menander, Monostichoi, 434
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δυσδίοδος:''' -ον, αυτός που δύσκολα περνιέται, διαπερνιέται, [[δύσβατος]], [[απροσπέλαστος]], σε Πολύβ.
|lsmtext='''δυσδίοδος:''' -ον, αυτός που δύσκολα περνιέται, διαπερνιέται, [[δύσβατος]], [[απροσπέλαστος]], σε Πολύβ.
}}
{{elru
|elrutext='''δυσδίοδος:''' с трудом проходимый ([[πορεία]] Polyb.).
}}
}}

Revision as of 18:58, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσδίοδος Medium diacritics: δυσδίοδος Low diacritics: δυσδίοδος Capitals: ΔΥΣΔΙΟΔΟΣ
Transliteration A: dysdíodos Transliteration B: dysdiodos Transliteration C: dysdiodos Beta Code: dusdi/odos

English (LSJ)

ον,

   A hard to pass through, Plb.3.61.3, etc.

German (Pape)

[Seite 678] schwer zu passiren; πορεία, πάροδος, Pol. 3, 61, 3. 5, 7, 10.

Greek (Liddell-Scott)

δυσδίοδος: -ον, δι’ οὗ δύσκολον εἶνε νὰ διέλθῃ τις, πορεία, πάροδος Πολύβ. 3. 61. 3, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à traverser.
Étymologie: δυσ-, δίοδος.

Spanish (DGE)

-ον
difícil de atravesar, intransitable ἡ πάροδος Plb.5.7.10, c. dat. ἡ πορεία ... στρατοπέδοις Plb.3.61.3
de un color impenetrable Thphr.Sens.73 (= Democr.A 135).

Greek Monolingual

δυσδίοδος, -ον (Α)
αυτός από όπου διέρχεται κανείς με δυσκολία.

Greek Monotonic

δυσδίοδος: -ον, αυτός που δύσκολα περνιέται, διαπερνιέται, δύσβατος, απροσπέλαστος, σε Πολύβ.

Russian (Dvoretsky)

δυσδίοδος: с трудом проходимый (πορεία Polyb.).