δύσοδος: Difference between revisions
From LSJ
(4) |
(2) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δύσοδος:''' -ον, δύσκολα προσπελάσιμος, [[δύσβατος]], [[κακοτράχαλος]], σε Θουκ. | |lsmtext='''δύσοδος:''' -ον, δύσκολα προσπελάσιμος, [[δύσβατος]], [[κακοτράχαλος]], σε Θουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δύσοδος:''' непрохожий, непроезжий, бездорожный (ἡ Γερανία Thuc.). | |||
}} | }} |
Revision as of 19:00, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A hard to pass, scarce passable, Th.1.107, Poll.3.96.
German (Pape)
[Seite 685] unwegsam, schwer zu passiren; Thuc. 1, 107; Poll. 3, 96.
Greek (Liddell-Scott)
δύσοδος: -ον, δυσδιόδευτος, δύσβατος, Θουκ. 1. 107, Πολυδ. Γ΄, 96.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
d’accès difficile, infranchissable.
Étymologie: δυσ-, ὁδός.
Spanish (DGE)
-ον
casi impracticable, difícil de atravesarde montañas, Th.1.107, de una región, Str.17.1.54, πέτρα I.AI 15.347, ὁδός Poll.3.96, Malch.18.119, πόλις Poll.9.22
•subst. τὸ δ. mal camino ὁ Ἀννίβας ... δυσόδοις ἐνέτυχη D.C.Epit.8.25.3.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
δύσοδος: -ον, δύσκολα προσπελάσιμος, δύσβατος, κακοτράχαλος, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
δύσοδος: непрохожий, непроезжий, бездорожный (ἡ Γερανία Thuc.).