δυσπάριτος: Difference between revisions
ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low
(4) |
(2) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δυσπάρῐτος:''' -ον (παριέναι), αυτός που δύσκολα περνιέται, περπατιέται, [[κακοτράχαλος]], σε Ξεν. | |lsmtext='''δυσπάρῐτος:''' -ον (παριέναι), αυτός που δύσκολα περνιέται, περπατιέται, [[κακοτράχαλος]], σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δυσπάρῐτος:''' (ᾰ) труднопроходимый ([[χωρίον]] Xen. - v. l. [[δυσπόριστος]] и [[δύσβατος]]). | |||
}} | }} |
Revision as of 19:04, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A hard to pass, X.An.4.1.25.
German (Pape)
[Seite 686] woran schwer vorbei zu gehen ist, χωρίον Xen. An. 4, 1, 25.
Greek (Liddell-Scott)
δυσπάρῐτος: -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ παρέλθῃ ἢ διαβῇ τις, Ξεν. Ἀν. 4. 1. 25.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
où l’on marche difficilement, difficile (route).
Étymologie: δυσ-, πάρειμι².
Spanish (DGE)
-ον
difícil de atravesar, de paso difícil χωρίον X.An.4.1.25, τελματώδης τε καὶ δ. (ὁδός) Procop.Aed.4.8.5, cf. 5.1.3, φρούριον Procop.Aed.4.10.27.
Greek Monolingual
δυσπάριτος, -ον (Α)
αυτός τον οποίο δύσκολα μπορεί κανείς να περάσει ή να διαβεί.
Greek Monotonic
δυσπάρῐτος: -ον (παριέναι), αυτός που δύσκολα περνιέται, περπατιέται, κακοτράχαλος, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
δυσπάρῐτος: (ᾰ) труднопроходимый (χωρίον Xen. - v. l. δυσπόριστος и δύσβατος).