ἐγερτέον: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
(4)
(2)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐγερτέον:''' ρημ. επίθ. του [[ἐγείρω]], αυτό που πρέπει [[κάποιος]] να εγείρει, σε Ευρ.
|lsmtext='''ἐγερτέον:''' ρημ. επίθ. του [[ἐγείρω]], αυτό που πρέπει [[κάποιος]] να εγείρει, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐγερτέον:''' adj. verb. к [[ἐγείρω]].
}}
}}

Revision as of 19:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐγερτέον Medium diacritics: ἐγερτέον Low diacritics: εγερτέον Capitals: ΕΓΕΡΤΕΟΝ
Transliteration A: egertéon Transliteration B: egerteon Transliteration C: egerteon Beta Code: e)gerte/on

English (LSJ)

   A one must raise, E.Rh.690.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγερτέον: ῥηματ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ ἐγείρῃ, Εὐρ. Ρῆσ. 690.

Spanish (DGE)

1 fig. hay que levantar c. obj. concr. ἢ βοὴν ἐ.; E.Rh.690.
2 gram. hay que elevar el tono de una sílaba para convertirlo en agudo τὴν «τοι» συλλαβὴν ἐ. Hdn.Gr.2.155.

Greek Monotonic

ἐγερτέον: ρημ. επίθ. του ἐγείρω, αυτό που πρέπει κάποιος να εγείρει, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἐγερτέον: adj. verb. к ἐγείρω.