ἐγκαταπίπτω: Difference between revisions
Τῶν δυστυχούντων εὐτυχὴς οὐδεὶς φίλος → Felix amicus nullus infelicibus → für die im Unglück ist kein Glücklicher ein Freund
(4) |
(2) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐγκαταπίπτω:''' ποιητ. αόρ. βʹ [[ἐνικάππεσον]], [[πέφτω]] πάνω, [[ρίχνω]] τον εαυτό μου πάνω σε [[κάτι]], με δοτ., σε Ανθ. | |lsmtext='''ἐγκαταπίπτω:''' ποιητ. αόρ. βʹ [[ἐνικάππεσον]], [[πέφτω]] πάνω, [[ρίχνω]] τον εαυτό μου πάνω σε [[κάτι]], με δοτ., σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐγκαταπίπτω:''' впадать, падать (ὅρμῳ ἐνικάππεσεν Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 19:08, 31 December 2018
English (LSJ)
poet. aor. ἐνικάππεσον,
A fall or throw oneself upon, λέκτροισιν A.R.3.655; ὅρμῳ AP 9.82 (Antip. Thess.).
German (Pape)
[Seite 706] (s. πίπτω), hineinfallen; ὅρμῳ ἐνικάππεσεν Antp. Th. 82 (IX, 82); in derselben Form Ap. Rh. 3, 655, λέκτροισιν, warf sich darauf nieder.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκαταπίπτω: ποιητ. ἀόρ. ἐνικάππεσον, πίπτω ἐπάνω, ἢ ῥίπτω ἐμαυτόν ἐπάνω εἴς τι, λέκτροισιν πρηνὴς ἐνικάππεσεν Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 655, Ἀνθ. Π. 9. 82.
French (Bailly abrégé)
tomber dans ou sur.
Étymologie: ἐν, καταπίπτω.
Spanish (DGE)
• Morfología: [poét. aor. ἐνικάππεσεν A.R.3.655]
caer dentro o sobre λέκτροισιν A.R.l.c., τοῖς βόθροις Gr.Nyss.Pss.157.9, ἐπιρροαὶ ἐκ τῶν ἄνωθεν καταρρακτῶν τῷ ὑποκειμένῳ ἐγκαταπίπτουσαι Gr.Nyss.Res.284.15.
Greek Monolingual
ἐγκαταπίπτω (AM)
πέφτω μέσα.
Greek Monotonic
ἐγκαταπίπτω: ποιητ. αόρ. βʹ ἐνικάππεσον, πέφτω πάνω, ρίχνω τον εαυτό μου πάνω σε κάτι, με δοτ., σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἐγκαταπίπτω: впадать, падать (ὅρμῳ ἐνικάππεσεν Anth.).