ἐγχειβρόμος: Difference between revisions
From LSJ
(10) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐγχειβρόμος]], -ον (Α)<br />[[επίθετο]] της Αθηνάς με το βροντερό [[έγχος]]. | |mltxt=[[ἐγχειβρόμος]], -ον (Α)<br />[[επίθετο]] της Αθηνάς με το βροντερό [[έγχος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐγχειβρόμος:''' гремящий своим копьем ([[κόρα]] = [[Ἀθήνη]] Pind.). | |||
}} | }} |
Revision as of 19:12, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A thundering with the spear, κόρα Pi.O.7.43.
German (Pape)
[Seite 712] κόρη, Athene, mit dem Speer rasselnd, Pind. Ol. 7, 43.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγχειβρόμος: -ον, περὶ τῆς Ἀθηνᾶς, ἡ διὰ τοῦ ἔγχους βροντὴν ποιοῦσα, Πινδ. Ο. 7. 78.
Spanish (DGE)
-ον
que hace resonar la lanza κόρα epít. de Atenea, Pi.O.7.43.
Greek Monolingual
ἐγχειβρόμος, -ον (Α)
επίθετο της Αθηνάς με το βροντερό έγχος.