δύσεδρος: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δύσεδρος:''' -ον ([[ἕδρα]]), αυτός που επιφέρει [[κακό]] με τη [[διαμονή]] του, [[κακός]] [[σύνοικος]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''δύσεδρος:''' -ον ([[ἕδρα]]), αυτός που επιφέρει [[κακό]] με τη [[διαμονή]] του, [[κακός]] [[σύνοικος]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''δύσεδρος:''' приносящий в дом беду, т. е. зловещий ([[Ἐρινύς]] Aesch.).
}}
}}

Revision as of 19:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δύσεδρος Medium diacritics: δύσεδρος Low diacritics: δύσεδρος Capitals: ΔΥΣΕΔΡΟΣ
Transliteration A: dýsedros Transliteration B: dysedros Transliteration C: dysedros Beta Code: du/sedros

English (LSJ)

[ῠ], ον,

   A bringing evil in one's abode, A.Ag.746 (lyr.).    2 fitting ill, awry, D.H.Comp.6.

German (Pape)

[Seite 678] übel sitzend; Ἐρινύς, durch ihren Aufenthalt Unglück bringend, Aesch. Ag. 726; nicht passend, Dion. Hal. C. V. p. 40.

Greek (Liddell-Scott)

δύσεδρος: -ον, ἐπὶ κακῷ καθήμενος, κακὸς σύνοικος, Ἐρινὺς Αἰσχύλ. Ἀγ. 746. 2) μὴ ἐφαρμοζόμενος καλῶς, εἴ τι δύσεδρόν ἐστιν, ἀποκροῦσαι καὶ περικόψαι καὶ αὐτὸ τοῦτο εὔεδρον ποιῆσαι Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 6.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au séjour funeste.
Étymologie: δυσ-, ἕδρα.

Spanish (DGE)

-ον
1 de funesto aposentamiento de Helena, A.A.746.
2 que asienta mal, inestable de materiales empleados en la construcción de un edificio, D.H.Comp.6.3.

Greek Monolingual

δύσεδρος, -ον (Α)
1. αυτός που κάθεται για κακό ή προκαλεί δυστυχία όπου παραμένει («δύσεδρος... Ἐρινύς»)
2. αυτός που ταιριάζει ή προσαρμόζεται δύσκολα.

Greek Monotonic

δύσεδρος: -ον (ἕδρα), αυτός που επιφέρει κακό με τη διαμονή του, κακός σύνοικος, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

δύσεδρος: приносящий в дом беду, т. е. зловещий (Ἐρινύς Aesch.).