εἰλήλουθα: Difference between revisions

From LSJ

Νὺξ μὲν ἀναπαύει, ἡμέρα δ' ἔργον ποιεῖ → Nam nox quietem praebet, facit opus dies → Die Nacht lässt unsre Arbeit ruhn, der Tag sie tun

Menander, Monostichoi, 385
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εἰλήλουθα:''' [[εἰληλούθειν]], Επικ. αντί <i>ἐλήλῠθα</i>, <i>-ύθειν</i>, παρακ. και υπερσ. του [[ἔρχομαι]]· αʹ πληθ. Επικ. παρακ. εἰλήλουθμεν.
|lsmtext='''εἰλήλουθα:''' [[εἰληλούθειν]], Επικ. αντί <i>ἐλήλῠθα</i>, <i>-ύθειν</i>, παρακ. και υπερσ. του [[ἔρχομαι]]· αʹ πληθ. Επικ. παρακ. εἰλήλουθμεν.
}}
{{elru
|elrutext='''εἰλήλουθα:''' и ἐλήλουθα эп. pf. к [[ἔρχομαι]].
}}
}}

Revision as of 19:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰλήλουθα Medium diacritics: εἰλήλουθα Low diacritics: ειλήλουθα Capitals: ΕΙΛΗΛΟΥΘΑ
Transliteration A: eilḗloutha Transliteration B: eilēloutha Transliteration C: eililoutha Beta Code: ei)lh/louqa

English (LSJ)

εἰληλούθειν, εἰλήλουθμεν,

   A v. ἔρχομαι.

German (Pape)

[Seite 728] perf. zu ἔρχομαι.

Greek (Liddell-Scott)

εἰλήλουθα: εἰληλούθιεν, εἰλήλουθμεν, ἴδε τὸ ῥῆμα ἔρχομαι.

French (Bailly abrégé)

1ᵉ pl. sync. εἰλήλουθμεν;
pf. épq. de ἔρχομαι.

English (Autenrieth)

see ἔρχομαι.

Greek Monotonic

εἰλήλουθα: εἰληλούθειν, Επικ. αντί ἐλήλῠθα, -ύθειν, παρακ. και υπερσ. του ἔρχομαι· αʹ πληθ. Επικ. παρακ. εἰλήλουθμεν.

Russian (Dvoretsky)

εἰλήλουθα: и ἐλήλουθα эп. pf. к ἔρχομαι.