εἰσκωμάζω: Difference between revisions
ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
(10) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[εἰσκωμάζω]] (Α)<br />[[εισέρχομαι]] θορυβωδώς ως [[θίασος]] κωμαζόντων, [[εισορμώ]] [[ξαφνικά]]. | |mltxt=[[εἰσκωμάζω]] (Α)<br />[[εισέρχομαι]] θορυβωδώς ως [[θίασος]] κωμαζόντων, [[εισορμώ]] [[ξαφνικά]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εἰσκωμάζω:''' врываться в разгульном виде (τινί Luc.). | |||
}} | }} |
Revision as of 19:20, 31 December 2018
English (LSJ)
(κῶμος)
A burst in like a party of revellers: generally, burst in upon, τινί Luc.Lex.9; εἰς τὴν πόλιν Aristid. Or.51(27).30: c. acc. loci, Lyc.1355 : metaph., εἰσεκώμασεν ὁ ἄργυρος silver came romping in, Ath.6.231e.
German (Pape)
[Seite 744] im Festaufzuge (κῶμος), lustig, lärmend einziehen, mit Ungestüm eindringen; αὐτεπάγγελτοι Luc. Lexiph. 9; übertr., ἄργυρος Ath. VI, 231 e; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
εἰσκωμάζω: μέλλ. -άσω, εἰσέρχομαι ἢ εἰσορμῶ θορυβωδῶς ὡς θίασος κωμαζόντων (ἴδε κῶμος)· καθόλου, εἰσορμῶ ἐξαίφνης, εἰσεκώμασαν ἡμῖν αὐτεπάγγελτοι Λουκ. Λεξιφ. 9· εἰς τόπον Ἀριστείδ. 1. 353· μετ’ αἰτ. τόπου, Λυκόφρ. 1355· μεταφ., εἰσεκώμασεν ὁ ἄργυρος, εἰσῆλθον χρήματα ἐν ἀφθονίᾳ, Ἀθήν. 231Ε.
French (Bailly abrégé)
seul. ao. εἰσεκώμασα;
entrer ou se précipiter comme un homme ivre.
Étymologie: εἰς, κωμάζω.
Spanish (DGE)
c. suj de pers. irrumpir, entrar de improviso como un grupo de comastas, c. ac. κίρκοι ... Ἄγυλλαν Αὐσονῖτιν εἰσεκώμασαν Lyc.1355, c. εἰς y ac. εἰς τὴν πόλιν Aristid.Or.51.30, c. dat. εἰσεκώμασαν ἡμῖν se nos presentaron de improviso Luc.Lex.9
•fig. c. suj. de cosa o abstr. εἰσεκώμασε δὲ καὶ ὁ ἄργυρος Ath.231e, ἡ τῶν ἀτόμων ... δόξα Phlp.in GC 157.21, μαργαρίτης ... τῇ γυναικωνίτιδι Clem.Al.Paed.2.12.118, ἥ τε πλεονεξία ... τῇ ἀνθρωπίνῃ ζωῇ Gr.Nyss.Mort.59.3, αἰχμαλωσία ... εἰς τὴν οἰκίαν Chrys.Iob 1.26, ἡ αἵρεσις Thdt.Ep.Sirm.147 (p.202.7).
Greek Monolingual
εἰσκωμάζω (Α)
εισέρχομαι θορυβωδώς ως θίασος κωμαζόντων, εισορμώ ξαφνικά.
Russian (Dvoretsky)
εἰσκωμάζω: врываться в разгульном виде (τινί Luc.).