ἔκδυμα: Difference between revisions

From LSJ

Γυναικὶ δ' ἄρχειν οὐ δίδωσιν ἡ φύσις → Natura quippe feminae imperium negat → Der Frau jedoch versagt zu herrschen die Natur

Menander, Monostichoi, 100
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἔκδῠμα:''' -ατος, τό, αυτό που αφαιρείται, αποβάλλεται, [[δέρμα]], [[πετσί]], [[τομάρι]] ζώου, [[ένδυμα]], [[ρούχο]], σε Ανθ.
|lsmtext='''ἔκδῠμα:''' -ατος, τό, αυτό που αφαιρείται, αποβάλλεται, [[δέρμα]], [[πετσί]], [[τομάρι]] ζώου, [[ένδυμα]], [[ρούχο]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἔκδῡμα:''' ατος τό покров (μαστῶν ἐκδύματα Anth.).
}}
}}

Revision as of 19:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔκδῡμα Medium diacritics: ἔκδυμα Low diacritics: έκδυμα Capitals: ΕΚΔΥΜΑ
Transliteration A: ékdyma Transliteration B: ekdyma Transliteration C: ekdyma Beta Code: e)/kduma

English (LSJ)

f.l. in AP5.198 (Hedyl. ; leg. ἐνδ-).

German (Pape)

[Seite 758] τό, das Ausgezogene, Hedyl. 1 (V, 199).

Greek (Liddell-Scott)

ἔκδυμα: τό, τὸ ἀφαιρούμενον ἢ ἀποβαλλόμενον, Ἀνθ. Π. 5. 199.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
dépouille.
Étymologie: ἐκδύω.

Spanish (DGE)

-ματος, τό

• Grafía: graf. ἔγδ- PSI 756.47
plu. prenda de vestir que se retira dejando al descubierto los pechos, de un sostén μαλακαὶ, μαστῶν ἐκδύματα, μίτραι AP 5.199.5 (Hedyl.)
plu. despojos glos. a exuuiae de Virgilio PSI l.c., PNess.1.1020, Gloss.2.67
sg. muda, camisa de la piel de la serpiente, Sud.δ 491, στέμφυλον· τὸ ἔ. τῆς σταφυλῆς del hollejo de la uva, Sud.s.u. στέμφυλον.

Greek Monolingual

το (AM ἔκδυμα)
ό,τι αφαιρείται ή αποβάλλεται, κυρίως το δέρμα, το πουκάμισο του φιδιού
μσν.
πτώμα.

Greek Monotonic

ἔκδῠμα: -ατος, τό, αυτό που αφαιρείται, αποβάλλεται, δέρμα, πετσί, τομάρι ζώου, ένδυμα, ρούχο, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἔκδῡμα: ατος τό покров (μαστῶν ἐκδύματα Anth.).