ἐλέφας: Difference between revisions

From LSJ

Ἑαυτὸν οὐδεὶς ὁμολογεῖ κακοῦργος ὤν → Nemo maleficus se fatetur maleficum → Von sich gibt keiner zu, dass er ein Schurke ist

Menander, Monostichoi, 158
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐλέφας:''' -αντος, ὁ·<br /><b class="num">I.</b> [[ελέφαντας]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> [[χαυλιόδοντας]] ελέφαντα, [[ελεφαντόδοντο]] (τουρκ. [[φίλντισι]]), σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.
|lsmtext='''ἐλέφας:''' -αντος, ὁ·<br /><b class="num">I.</b> [[ελέφαντας]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> [[χαυλιόδοντας]] ελέφαντα, [[ελεφαντόδοντο]] (τουρκ. [[φίλντισι]]), σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐλέφας:''' αντος ὁ<br /><b class="num">1)</b> слон: ἐλέφαντος ὀδόντες Her., Arst. слоновые бивни;<br /><b class="num">2)</b> слоновый бивень, слоновая кость (στεροπὴ χρυσοῦτ᾽ ἐλέφαντος Hom.; ἐλέφαντι ἠλέκτρῳ θ᾽ [[ὑπολαμπής]] Hes.; χρυσὸς καὶ ἐ. Pind., Plat.).
}}
}}

Revision as of 19:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐλέφας Medium diacritics: ἐλέφας Low diacritics: ελέφας Capitals: ΕΛΕΦΑΣ
Transliteration A: eléphas Transliteration B: elephas Transliteration C: elefas Beta Code: e)le/fas

English (LSJ)

αντος, ὁ (θήλεια ἐ. Phylarch.36J.): irreg. gen.

   A ἐλεφάντου BCH35.286(Delos, ii B.C.): dat. pl. -τοις LXX 1 Ma.1.17 (v.l.):—elephant, first mentioned by Hdt. as a native of Africa, 3.114,4.191; ἐλέφαντος ὀδόντες Id.3.97; of the Indian elephant, first in Arist. Cael.298a13, HA610a15, cf. Paus.1.12.4.    II in Hom. only of elephant's tusk, ivory, Il.5.583, cf. Hes.Sc.141, Pi.O.1.27, Pl.R.373a, GDI5500, etc.: Aeol. ἐλέφαις Sapph.Supp.20a10.    III = ἐλεφαντίασις, Aret.SD2.13, IG3.1423, Gal.15.331.    IV a precious stone, Thphr.Lap.37.    V a kind of cup, Damox.1.1.    VI = ἐλεφάντωσις, Apul.Herb.36.

German (Pape)

[Seite 797] αντος, ὁ, 1) der Elephant, Her. 3, 114 u. Folgde; ὁ θῆλυς ἐλ., Arist. H. A. 2, 1; ἡ ἐλ., Ath. XIII, 607 a. – 2) der Elephantenzahn, das Elfenbein; nur in dieser Bdtg bei Hom., Hes. u. Pind., denn das Elfenbein war durch den Handel viel früher als das Thier bekannt geworden. Bei Hom. dient es neben Gold, Silber u. Elektrum zu Verzierungen aller Art; Od. 19, 564 kommen die trüglichen Träume durch eine elfenbeinerne Pforte. – 3) Bei Ath. XI, 468 f 497 a eine Art Pokal. – 4) Bei Theophr. ein Edelstein. – 5) = ἐλεφαντίασις, Med.

Greek (Liddell-Scott)

ἐλέφας: αντος, ὁ, τὸ γνωστὸν ζῷονἐλέφας, πρῶτον μνημονευόμενος ὑπὸ τοῦ Ἡροδ. ὡς ἐγχώριος τῆς Ἀφρικῆς, 3. 114., 4. 191· ἐνῷ ὁ Ἀριστ. (π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 45) ποιεῖται λόγον μόνον περὶ τοῦ Ἰνδικοῦ ἐλέφαντος, πρβλ. 9. 1, 30, κτλ., ἂν καὶ ἀναφέρει καὶ τὸν Ἀφρικανὸν ἐν τῷ π. Οὐρ. 2. 14, 19: ― τὸ ζῷον τοῦτο δὲν ἦτο γενικῶς γνωστὸν παρ’ Ἕλλησι, μέχρι τῶν χρόνων τοῦ Ἀλεξάνδρου, Παυσ. 1. 12, 4. ΙΙ. παρ’ Ὁμήρῳ ἦτο γνωστὸν ὑπὸ τὸ ὄνομα τοῦτον μόνον τὸ καλούμενον ἐλεφάντινον ὀστοῦν, ὁ ὀδοὺς τοῦ ἐλέφαντος, Τουρκιστί: «φίλδισί», Ἰλ. Ε. 582, καὶ οὕτω παρ’ Ἡσ. καὶ Πινδ., καθ’ ὅτι οἱ τοῦ ἐλέφαντος ὀδόντες ἐκομίζοντο ὡς ἐμπόρευμα εἰς τὴν Ἑλλάδα ὑπὸ Φοινίκων πολὺ πρὶν ἢ γείνῃ γνωστὸν τὸ ζῷον δι’ Ἑλλήνων περιηγητῶν· ὁ Ἡρόδ. κυριολεκτικώτερον ὁμιλεῖ περὶ αὐτῶν ὀνομάζων αὐτοὺς ἐλέφαντος ὀδόντας 3. 97· ― ὁ Ὁμ. λέγει ὅτι οἱ ψευδεῖς ὄνειροι ἔρχονται διὰ πύλης ἐκ πριστοῦ ἐλέφαντος, ἴδε ἐλεφαίρομαι. ΙΙΙ. = ἐλεφαντίασις, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 13, Συλλ. Ἐπιγρ. 916. IV. πολύτιμός τις λίθος, Θεοφρ. π. Λίθ. 37. V. εἶδος ποτηρίου, Ἀθήν. 468F. (Ὁ Pott. καὶ ἄλλοι σχετίζουσι τὴν λέξιν πρὸς τὸ Ἑβρ. eleph (βοῦς), καὶ παραβάλλουσιν αὐτὴν πρὸς τὸ bos Lucas, ὅπερ εἶναι τὸ ἀρχαῖον Λατ. ὄνομα τοῦ ἐλέφαντος, Lucret. 5. 1301· ὡς ὁ Παυσ. (9. 21, 2) καλεῖ τὸν ῥινόκερων ταῦρον Αἰθιοπικόν. Ἀλλὰ πάλιν τὸ Ἑβρ. ὄνομα τοῦ ζῴου τούτου ibâh, ὑπομιμνήσκει τὸ Σανσκρ. ibhas, ὅπερ εἶναι τὸ αὐτὸ τῷ β΄ μέρει τοῦ Ἑλληνικοῦ ἐλέφας, καὶ τῷ πρῴτῳ μέρει τοῦ Λατ. eb-ur, ὅθεν τὸ Γαλλ. iv-oire, κτλ.).

French (Bailly abrégé)

αντος (ὁ) :
1 éléphant, animal;
2 dent d’éléphant ; ivoire.
Étymologie: DELG prob. emprunt à une langue d’Asie.

Spanish (DGE)

-αντος, ὁ, ἡ

• Alolema(s): eol. ἐλέφαις Sapph.44.10
I 1zool. elefante, Loxodonta africana (Blumenbach), Hdt.3.114, 4.191, Hermipp.63.15, Plb.1.32.9, PHib.110.79 (III a.C.), Pan 77 (III a.C.), ἐλέφαντες τρωγλοδυτικοὶ καὶ αἰθιοπικοί IAxoum 276.10 (III a.C.)
elefante de la India, Elephas maximus L., Arist.HA 610a15, D.S.3.65, Plu.Alex.60, Paus.1.12.4, Luc.Bacch.4, Ach.Tat.4.3.5, Philostr.VA 2.11, de la Atlántida, Pl.Criti.114e
gener. elefante Eup.317, Ps.Democr.B 300.5, Arist.Cael.298a13, Diog.Oen.146.1.1, D.H.20.12, Aesop.246, Str.15.1.52, I.AI 12.371, Artem.2.12, D.C.43.23.4, ἐλέφαντος ὀδόντες Hdt.3.97, Ath.195a, de un contingente de elefantes de guerra, LXX 3Ma.5.1, ὁ θῆλυς ἐ. elefanta Arist.HA 500b17, pero θήλεια ἐ. mismo sent., Phylarch.36
prov. οὐδὲν ἐλέφαντος ... διαφέρεις en nada te diferencias de un elefante, e.e., «todo lo que tienes de grande lo tienes de bobo», Epin.2.7, cf. Diogenian.1.4.43, Phot.ε 607, ἐλέφαντα ἐκ μυίας ποιεῖν hacer un elefante de una mosca, e.e., «hacer un castillo de un grano de arena», Luc.Enc.Musc.12, Diogenian.1.4.46, Sud., ἐ. μῦν οὐχ ἁλίσκει ref. los que no se preocupan de cosas pequeñas, Diogenian.1.4.45, ἐ. μυὸς οὐκ ἀλεγίζει Greg.Cypr. en Zen.3.67 (ap.crít).
2 marfil ὡς δ' ὅτε τις ἐλέφαντα γυνὴ φοίνικι μιήνῃ Μῃονίς como cuando una mujer meonia tiñe el marfil de rojo, Il.4.141, cf. Ach.Tat.1.4.3, ἡνία λεύκ' ἐλέφαντι Il.5.583, cf. Hes.Sc.141, κλισίη ... δινωτὴ ἐλέφαντι Od.19.55, cf. 23.200, χο βομὸς χολέφας ref. al marfil añadido en una estatua de culto de madera IG 42.1038.2 (Egina VI a.C.), frec. unido al oro y cosas de alto valor, Sapph.l.c., Ibyc.182.8S., B.Fr.20B.13, Pi.N.7.78, πεινῶντι δ' ἀνδρὶ μᾶζα τιμιωτέρα χρυσοῦ τε κἀλέφαντος Achae.25, καὶ χρυσὸν καὶ ἐλέφαντα ... κτητέον Pl.R.373a, cf. IG 13.457.22 (V a.C.), de una puerta con decoración de marfil IG 42.102A.65 (Epidauro IV a.C.), cf. CID 2.62.2A.5 (IV a.C.), Theoc.15.123, D.27.10, Men.Fr.454, ἐλέφαντος σκυτάλαι ID 442B.170 (II a.C.), βωμίσκον ... βάσιν ἔχοντα ἐξ ἐλέφαντος ID 1450A.92 (II a.C.), cf. Didyma 218.2.9 (I a.C.), LXX Ez.27.6, D.S.5.46, I.BI 7.134, Ath.202a, μαλακτῆρες ἐλέφαντος Plu.Per.12, cf. Paus.1.20.3, Artem.2.39, Iambl.Fr.1, Luc.Dom.3, Vett.Val.251.15, Longus 4.17.5, Orac.Sib.3.14, Q.S.1.146
como materia fabulosa αἱ μὲν γὰρ κεράεσσι τετεύχαται, αἱ δ' ἐλέφαντι de las puertas de los sueños Od.19.563, cf. Pl.Chrm.173a, Aristid.Or.28.117, Nonn.D.34.90, AP 7.42, ἐλέφαντι φαίδιμον ὦμον κεκαδμένος ornado de marfil en su hombro reluciente de Pélope, Pi.O.1.27.
3 mineral., cierta piedra, prob. marfil fósil Thphr.Lap.37.
II usos fig. y deriv. de
I por meton.
1 medic., n. de varios tipos de lepra o elefantiasis Lucr.6.1114, Ruf. en Orib.45.28.3, Aret.SD 2.13 tít., Gal.7.75, 8.181, IG 22.13209 (III d.C.), Orph.L.51, Al.Ib.2.7, Chrys.M.60.634, λέπρα καὶ ἐ. Artem.3.47, Paul.Aeg.4.1.1, cf. ἐλεφαντίασις.
2 un tipo de copa, ritón o cuerno para beber, Damox.1.1, Epin.2.4, de capacidad equiv. a tres choai Hsch.
3 lana blanca Hsch. • DMic.: e-re-pa.

• Etimología: Rel. het. laḫpaš ‘diente (de elefante)’, ‘marfil’, quizá prést. sem.

Greek Monolingual

ο
βλ. ελέφαντας.

Greek Monotonic

ἐλέφας: -αντος, ὁ·
I. ελέφαντας, σε Ηρόδ.
II. χαυλιόδοντας ελέφαντα, ελεφαντόδοντο (τουρκ. φίλντισι), σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

ἐλέφας: αντος ὁ
1) слон: ἐλέφαντος ὀδόντες Her., Arst. слоновые бивни;
2) слоновый бивень, слоновая кость (στεροπὴ χρυσοῦτ᾽ ἐλέφαντος Hom.; ἐλέφαντι ἠλέκτρῳ θ᾽ ὑπολαμπής Hes.; χρυσὸς καὶ ἐ. Pind., Plat.).