ἐνδέμω: Difference between revisions
Ὅμηρον ἐξ Ὁμήρου σαφηνίζειν → explain Homer from Homer, explain Homer with Homer
(4) |
(2) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐνδέμω:''' μέλ. <i>-δεμῶ</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[εντοιχίζω]], [[χτίζω]], [[σφραγίζω]] με [[χτίσιμο]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> [[χτίζω]], [[ανεγείρω]], [[οικοδομώ]] μέσα σε κάποιον [[τόπο]], σε Θεόκρ. | |lsmtext='''ἐνδέμω:''' μέλ. <i>-δεμῶ</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[εντοιχίζω]], [[χτίζω]], [[σφραγίζω]] με [[χτίσιμο]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> [[χτίζω]], [[ανεγείρω]], [[οικοδομώ]] μέσα σε κάποιον [[τόπο]], σε Θεόκρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐνδέμω:''' <b class="num">1)</b> (где-л.) строить, воздвигать ([[τρεῖς]] [[πολίων]] ἑκατοντάδες ἐνδέδμηνται Theocr.);<br /><b class="num">2)</b> закрывать строениями, застраивать (τὰς διασφάγας τῶν οὐρέων Her.). | |||
}} | }} |
Revision as of 19:52, 31 December 2018
English (LSJ)
A wall up, τὰς διασφάγας Hdt.3.117. II build in a place, τρεῖς μέν οἱ πολίων ἑκατοντάδες ἐνδέδμηνται Theoc.17.82:—Med., build or make for oneself in, κοῖτον θάμνῳ Nic.Th.419.
German (Pape)
[Seite 832] (s. δέμω), darin bauen, ἐνδέδμηνται Theocr. 17, 82; verbauen, τὰς διασφαγὰς ἐνδείμας Her. 3, 117. – Med., Nic. Th. 419.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνδέμω: ἐμφράττω διὰ τοίχου ἢ ἄλλως, τὰς διασφάγας τῶν οὐρέων ἐνδείμας ὁ βασιλεὺς Ἡρόδ. 3. 117. ΙΙ. κτίζω ἐντός τινος τόπου, τρεῖς οἱ πολίων ἑκατοντάδες ἐνδέδμηνται Θεόκρ. 17. 82: - Μέσ., κτίζω, κατασκευάζω, δι’ ἐμαυτόν τι ἔν τινι τόπῳ, κοῖτον βαθεῖ ἐνεδείματο θάμνῳ Νίκανδρ. Θηρ. 419.
French (Bailly abrégé)
fortifier, munir de constructions, acc..
Étymologie: ἐν, δέμω.
Spanish (DGE)
1 tapiar τὰς διασφάγας τῶν ὀρέων ἐνδείμας habiendo tapiado los desfiladeros de las montañas Hdt.3.117.
2 construir en, edificar en en v. pas., c. dat. τρεῖς μέν οἱ (Αἰγύπτῳ) πολίων ἑκατοντάδες ἐνδέδμηνται Theoc.17.82.
3 en v. med. construirse en c. ac. y dat. κοῖτον δὲ βαθεῖ ἐνεδείματο θάμνῳ Nic.Th.419.
Greek Monolingual
ἐνδέμω (Α)
1. φράζω με κτίσμα
2. οικοδομώ, χτίζω σ' έναν τόπο.
Greek Monotonic
ἐνδέμω: μέλ. -δεμῶ,
I. εντοιχίζω, χτίζω, σφραγίζω με χτίσιμο, σε Ηρόδ.
II. χτίζω, ανεγείρω, οικοδομώ μέσα σε κάποιον τόπο, σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
ἐνδέμω: 1) (где-л.) строить, воздвигать (τρεῖς πολίων ἑκατοντάδες ἐνδέδμηνται Theocr.);
2) закрывать строениями, застраивать (τὰς διασφάγας τῶν οὐρέων Her.).