ἐνηδύνω: Difference between revisions
(12) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐνηδύνω]] (AM)<br />[[προκαλώ]] ευχάριστο [[συναίσθημα]], [[τέρπω]], [[ευχαριστώ]] κάποιον ή [[κάτι]]<br />«[[λύρα]]... τὰς ψυχάς ἐνηδὺνουσα» (Μηνιαία). | |mltxt=[[ἐνηδύνω]] (AM)<br />[[προκαλώ]] ευχάριστο [[συναίσθημα]], [[τέρπω]], [[ευχαριστώ]] κάποιον ή [[κάτι]]<br />«[[λύρα]]... τὰς ψυχάς ἐνηδὺνουσα» (Μηνιαία). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐνηδύνω:''' услаждать (τὰς ἀκοάς Luc.). | |||
}} | }} |
Revision as of 19:52, 31 December 2018
English (LSJ)
A cheer, gratify, τὰς ἀκοάς Ps.-Luc.Philopatr.3.
German (Pape)
[Seite 840] darin, dabei erheitern, ἡ μελῳδία τῶν ἀρνῶν τὰς ἀκοάς Luc. Philopat. 3.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνηδύνω: ἡδύνω, εὐχαριστῶ, τέρπω τὰς ἀκοάς, Ψευδο-Λουκ. Φιλόπατρ. 3. - Παθ., τῇ θείᾳ θεωρίᾳ ἐνηδυνόμενός τε καὶ εὐφραινόμενος Γρηγ. Ναζ.
French (Bailly abrégé)
charmer, acc. .
Étymologie: ἐν, ἡδύς.
Spanish (DGE)
1 tr. en v. act. deleitar ἡ μελῳδία τῶν ὀρνέων τὰς ἀκοάς ἐνηδύνουσα Luc.Philopatr.3.
2 intr. en v. med. deleitarse y en mal sent. refocilarse, regodearse ψυχὴ ἐνηδυνομένη σαρκικαῖς ἡδοναῖς Mac.Aeg.Serm.B 3.4.4, cf. Olymp.Iob 360.15, τοῖς τῆς κακίας θελήμασιν Mac.Aeg.Serm.B 33.3.1, λογισμῷ θέλγοντι Ephr.Syr.1.15F.
Greek Monolingual
ἐνηδύνω (AM)
προκαλώ ευχάριστο συναίσθημα, τέρπω, ευχαριστώ κάποιον ή κάτι
«λύρα... τὰς ψυχάς ἐνηδὺνουσα» (Μηνιαία).
Russian (Dvoretsky)
ἐνηδύνω: услаждать (τὰς ἀκοάς Luc.).