ἐνδίφριος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐνδίφριος:''' -ον ([[δίφρος]]), αυτός που κάθεται στο ίδιο [[τραπέζι]] με κάποιον [[άλλο]], [[ομοτράπεζος]], συνδαιτημόνας, με δοτ., σε Ξεν.
|lsmtext='''ἐνδίφριος:''' -ον ([[δίφρος]]), αυτός που κάθεται στο ίδιο [[τραπέζι]] με κάποιον [[άλλο]], [[ομοτράπεζος]], συνδαιτημόνας, με δοτ., σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐνδίφριος:''' сидящий рядом: [[ἐκαθεζόμην]] ἐ. [[αὐτῷ]] Xen. я сел рядом с ним.
}}
}}

Revision as of 19:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνδίφριος Medium diacritics: ἐνδίφριος Low diacritics: ενδίφριος Capitals: ΕΝΔΙΦΡΙΟΣ
Transliteration A: endíphrios Transliteration B: endiphrios Transliteration C: endifrios Beta Code: e)ndi/frios

English (LSJ)

ον, (δίφρος)

   A sitting on the same seat, ἐκαθεζόμην ἐνδίφριος αὐτῷ X.An.7.2.33, cf. 38.

German (Pape)

[Seite 834] ὁ, der neben Einem am Tische sitzt, Tischgenoß, Xen. An. 7, 2, 33.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνδίφριος: -ον, (δίφρος) ἐκαθεζόμην ἐνδίφριος αὐτῷ ἱκέτης, παρὰ τὸν δίφρου αὐτοῦ ἱκέτης, Ξεν. Ἀν. 7. 2, 33· ὁμοτράπεζος, αὐτόθι 38.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
placé sur un siège ou à table près de qqn, compagnon de table, convive.
Étymologie: ἐν, δίφρος.

Spanish (DGE)

-ον
que comparte asiento, compañero de mesa, comensal ἐκαθεζόμην ἐ. X.An.7.2.33, ἀδελφούς γε ποιήσομαι καὶ ἐνδιφρίους X.An.7.2.38.

Greek Monolingual

ἐνδίφριος, -ον (Α)
1. καθισμένος στο ίδιο τραπέζι με κάποιον
2. φρ. «ἐνδίφριος αὐτῷ ἱκέτης» — ικέτης πλάι στον δίφρο του.

Greek Monotonic

ἐνδίφριος: -ον (δίφρος), αυτός που κάθεται στο ίδιο τραπέζι με κάποιον άλλο, ομοτράπεζος, συνδαιτημόνας, με δοτ., σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἐνδίφριος: сидящий рядом: ἐκαθεζόμην ἐ. αὐτῷ Xen. я сел рядом с ним.