ἐπίμομφος: Difference between revisions
Ἔνιοι κακῶς φρονοῦσι πράττοντες καλῶς → Multi bonis in rebus haud sapiunt bene → Trotz ihres Wohlergehens denken manche schlecht
(4) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐπίμομφος:''' -ον ([[μέμφομαι]]),·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που έχει την [[τάση]] να κατηγορεί, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> αξιόμεμπτος, [[δυσοίωνος]], [[άτυχος]], σε Αισχύλ. | |lsmtext='''ἐπίμομφος:''' -ον ([[μέμφομαι]]),·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που έχει την [[τάση]] να κατηγορεί, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> αξιόμεμπτος, [[δυσοίωνος]], [[άτυχος]], σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπίμομφος:''' <b class="num">1)</b> достойный порицания, зловещий, дурной ([[ἄτη]] Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> порицающий (ἐπίμομφον εἶναι τινι Eur.). | |||
}} | }} |
Revision as of 20:28, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A inclined to blame, φίλοις E.Rh.327. II. blameable, unlucky, A.Ag. 553; ἐπίμομφον ἄταν dub.l., Id.Ch.830 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 964] tadelnswerth, περαίνων ἐπίμομφον ἄταν Aesch. Ch. 817, vgl. Ag. 539 τὰ μέν τις ἂν λέξειεν εὐπετῶς ἔχειν, τάδ' αὖτε ἐπίμ., d. i. ungünstig, womit man nicht zufrieden ist. – Aber ἐπίμομφος εἶ φίλοις, = ἐπιμέμφει, Eur. Rhes. 327.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίμομφος: -ον, ὁ ἐπιμεμφόμενος, ὁ ἀγαπῶν νὰ ἐπιμέμφεταί τινα, νὰ ψέγῃ, Εὐρ. Ρῆσ. 327. ΙΙ. ὡς τὸ ἐπιμεμφής, ἐπίμεμπτος, ἐπὶ οἰωνῶν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 553· ἐπίμομφον ἄταν ὁ αὐτ. ἐν Χο. 830.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
blâmable, regrettable.
Étymologie: ἐπιμέμφομαι.
Greek Monolingual
ἐπίμομφος, -ον (Α) επιμέμφομαι
1. αυτός που έχει την τάση να κατηγορεί
2. (για οιωνό) απαίσιος.
Greek Monotonic
ἐπίμομφος: -ον (μέμφομαι),·
I. αυτός που έχει την τάση να κατηγορεί, σε Ευρ.
II. αξιόμεμπτος, δυσοίωνος, άτυχος, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπίμομφος: 1) достойный порицания, зловещий, дурной (ἄτη Aesch.);
2) порицающий (ἐπίμομφον εἶναι τινι Eur.).