ἐπιμέμφομαι
Ζῆθι προσεχόντως ὡς μακρὰν ἐγγὺς βλέπων → Ne temere vivas: specta longa et proxima → Pass auf im Leben: blick auf das, was fern und nah
English (LSJ)
A cast blame upon, c.dat. pers., ἦ τι κασιγνήτοις ἐπιμέμφεαι Od.16.97, etc.: c.gen. rei, find fault for or because of a thing, complain of it, εὐχωλῆς ἐπιμέμφεται complains of a vow [neglected], Il.1.65, cf. 2.225; ἕνεκ' ἀρητῆρος 1.94; ἐ. τινί τινος blame one for a thing, Luc.DMort.27.2; rarely ἐ. τινά τινος, ὧν ἐπιμεμφομένα σε S. Tr.122 (lyr.): c. acc., blame, νῆσον Call.Del.163; γηραλέην χεῖρα AP6.83 (Maced.); find fault, complain, μηδὲν ἐ. Hdt.1.116, etc.; ἐ. ὅτι.. Hp.Aër.22. b.c. inf., to be unwilling, Hld.1.9.
2. c. acc. rei, impute as matter of blame, τὰ Κροῖσος ἐπιμεμφόμενος τῷ Κύρῳ Hdt. 1.75, cf. 2.161, etc.
German (Pape)
[Seite 962] dep. med., tadeln worüber, Vorwürfe machen, τινί τι, ἤ τι κασιγνήτοις ἐπιμέμφεαι Od. 16, 97, wie 115; ἐμὶν ἐπεμέμψατο Theocr. 2, 144; τὰ Κροῖσος ἐπιμεμφόμενος τῷ Κύρῳ ἐς τὰ χρηστήρια ἔπεμπε Her. 1, 75; τινὶ ἀντί τινος, 4, 159; selten τινά τινος, z. B. ὧν ἐπιμεμφομένα σε Soph. Tr. 122; τινί τινος, Luc. D. Mort. 27, 2; – sich worüber beschweren, unzufrieden sein, zürnen, εἰ ὅγ' εὐχωλῆς ἐπιμέμφεται εἴθ' ἑκατόμβης, um die Hekatombe, Il. 1, 65. 2, 225; mit ἕνεκα, 1, 94; ἐπιμέμφεσθε ὅσα ὑμῖν Μίνως ἔπεμψε δακρύματα Her. 7, 169, vgl. 1, 116; hinterher sich beschweren, 2, 129.
French (Bailly abrégé)
se plaindre, faire reproche de : τινί τι, τινί τινος, τινά τινος reprocher qch à qqn ; avec acc. blâmer, accuser.
Étymologie: ἐπί, μέμφομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιμέμφομαι:
1 быть недовольным, сетовать (τινος и ἕνεκά τινος Hom., τινι Theocr. и τι Plut., Anth.): Ἀτρείδη, τέο (= τίνος) δ᾽ αὖτ᾽ ἐπιμέμφεαι; Hom. Атрид, на кого же ты негодуешь?; ἤ τι κασιγνήτοις ἐπιμέμφεαι; Hom. или ты на братьев сердит?; ἐγὼ ταῦτα ποιήσω ὥστε σὲ καὶ τὸν παῖδα τὸν σὸν μηδὲν ἐ. Her. я сделаю так, что ни тебе, ни твоему сыну не на что будет жаловаться;
2 порицать, упрекать (τινί τι и τινι ἀντί τινος Her., τινά τινος Soph. и τινί τινος Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιμέμφομαι: μέλλ. -ψομαι, Ἀποθ., ἐπιρρίπτω μομφὴν εἴς τινα, ἔχω παράπονον κατά τινος, μετὰ δοτ. προσ., ἤ τι κασιγνήτοις ἐπιμέμφεαι Ὀδ. Π. 97, πρβλ. Ἡρόδ. 4. 159, κτλ.· - μετὰ γεν. πράγμ., ἐπαιτιῶμαι, παραπονοῦμαι, εἶμαι ὠργισμένος ἐπί τινι, εἴ τ’ ἄρ’ ὅ γ’ εὐχωλῆς ἐπιμέμφεται εἴ θ’ ἑκατόμβης, «εἴ τε δὴ οὖτος ἕνεκα εὐχῆς (μὴ τελεσθείσης) ἡμῖν εἴτε ἕνεκα θυσίας» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Α. 65 πρβλ. Β. 225, καὶ εἴδε τὸ ῥῆμα μέμφομαι 4· ὡσαύτως, οὔτ’ ἄρ’ ὅ γ’ εὐχωλῆς επιμέμφεται οὔθ’ ἑκατόμβης, ἀλλ’ ἕνεκ’ ἀρητῆρος (μέμφεται), εἶναι ὠργισμένος, Α. 94· ἀκολούθως, ἐπ. τινί τινος, ἑαυτῷ ἐπεμέμφετο τῆς τόλμης, ἐμέμφετο ἑαυτὸν διὰ τὴν τόλμην, Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 27. 2· σπανίως, ἐπ. τινά τινος, κατ’ ἀναλογίαν πρὸς τὸ αἰτιάομαι ὧν ἐπιμεμφομένα σε Σοφ. Τρ. 122: - μετ’ αἰτ., μέμφομαι, ψέγω, νῆσον Καλλ. εἰς Δῆλ. 163, πρβλ. Ἀνθ. Π. 6. 83: - ἀπολ., ἔχω παράπονον, Ἀρτέμβαρες, ἐγὼ ταῦτα ποήσω ὥστε σὲ καὶ τὸν παῖδα τὸν σὸν μηδὲν ἐπιμέμφεσθαι Ἡρόδ. 1. 116, κτλ.· ἐπιμ. ὅτι... Ἱππ. 293. 44. 2) μετ’ αἰτ. πράγμ., αἰτῶμαί τινα ἐπί τινι, ὀργίζομαι κατ’ αὐτοῦ διά τι, τὰ Κροῖσος ἐπιμεμφόμενος τῷ Κύρῳ Ἡρόδ. 1. 75, κτλ., πρβλ. 2. 161. 7. 169.
English (Autenrieth)
find fault with, blame for, w. dat. of person, Od. 16.97; gen. (causal) of the thing, Il. 1.65, Il. 2.225.
Greek Monolingual
(AM ἐπιμέμφομαι) μέμφομαι
επιρρίπτω μομφή σε κάποιον, κατακρίνω («κασιγνήτοις ἐπιμέμφεται»)
αρχ.
1. κατηγορώ κάποιον οργισμένος εναντίον του για κάτι (α. «ἐπιμέμφεται... ἕνεκ’ ἀρητῆρος» β. «ἑαυτῷ ἐπεμέμφετο τῆς τόλμης»)
2. έχω παράπονο για κάτι, βρίσκω σφάλμα σε κάτι («ἐγὼ ταῦτα ποιήσω, ὥστε σὲ καὶ τὸν παῖδα τὸν σὸν μηδὲν ἐπιμέμφεσθαι»).
Greek Monotonic
ἐπιμέμφομαι: μέλ. -ψομαι, αποθ.
1. ρίχνω το φταίξιμο σε κάποιον, με δοτ., σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ.· σπανίως με αιτ. προσ., σε Σοφ.· με γεν. πράγμ., κατηγορώ για ή εξαιτίας ενός πράγματος, παραπονιέμαι για αυτό, εὐχωλῆς ἐπιμέμφεται, παραπονιέται, κατηγορεί για τον όρκο, για την ευχή (που αμελήθηκε), σε Ομήρ. Ιλ.· απόλ. κατηγορώ, αιτιώμαι, έχω παράπονο, σε Ηρόδ. κ.λπ.
2. κατηγορώ κάποιον για κάτι, οργίζομαι εναντίον του για κάποιο λόγο, τί τινι, στον ίδ.
Middle Liddell
fut. ψομαι
1. Dep. to cast blame upon a person, c. dat., Od., Hdt., etc.; rarely c. acc. pers., Soph.:—c. gen. rei, to find fault for or because of a thing, complain of it, εὐχωλῆς ἐπιμέμφεται complains of the vow [neglected], Il.:—absol. to find fault, complain, Hdt., etc.
2. to impute as matter of blame, τί τινι Hdt.