ἐπιλιπής: Difference between revisions
From LSJ
οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain
(4) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐπιλῐπής:''' -ὲς ([[ἐπιλείπω]] II), = [[ἐλλιπής]], σε Πλούτ. | |lsmtext='''ἐπιλῐπής:''' -ὲς ([[ἐπιλείπω]] II), = [[ἐλλιπής]], σε Πλούτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπιλῐπής:''' оставшийся (невыполненным) (πράξεις Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 20:32, 31 December 2018
English (LSJ)
(A), ές,
A = ἐπίλοιπος, Plu.Sull.7. II. defective, wanting, interpol. in Sor.2.53, Hsch.
ἐπιλῐπής (B), ές, (λίπος)
A fatty, Heliod. ap. Orib.46.22.4.
German (Pape)
[Seite 958] ές, = ἐλλιπής, Hesych.; = ἐπίλοιπος, Plut. Sull. 7; bei Chirurg. vett. = ὑπολιπής.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιλῐπής: -ές, = ἐλλιπής, Πλουτ. Σύλλ. 7 (ἢ ὡς ἑρμηνεύει αὐτὸ ὁ Schäf., = ἐπίλοιπος), Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
1ής, ές :
qui manque.
Étymologie: ἐπιλείπω.
Greek Monolingual
ἐπιλιπής, -ές (Α)
ελλιπής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -λιπής (< λείπω) (πρβλ. ελλιπής, σαρκολιπής)].
Greek Monotonic
ἐπιλῐπής: -ὲς (ἐπιλείπω II), = ἐλλιπής, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιλῐπής: оставшийся (невыполненным) (πράξεις Plut.).